Ζωγραφική σε τοίχους

Ζωγραφική σε τοίχους (murales)

υπάρχει στο Ναύπλιο σε αρχικό στάδιο

 

Τί είναι όμως τα murales;
Η πιο υψηλή, αγνή και δυνατή μορφή ζωγραφικής είναι τα μουράλες. Είναι, επίσης, η πιο ανιδιοτελής γιατί δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση. Δεν μπορεί να κρύβεται προς χάρη κάποιων λίγων και εκλεκτών, ανήκει στον κόσμο». Έτσι όρισε την τέχνη της ζωγραφικής σε τοίχους, προσόψεις κτηρίων και άλλες μεγάλες επιφάνειες του δημόσιου χώρου ο φημισμένος μεξικανός μουραλίστα Χοσέ Κλεμέντε Οράσκο. Έχοντας τη ρίζα τους στη λατινική λέξη muraliς (από το muruς που σημαίνει τοίχος), αυτές οι εικαστικές επεμβάσεις έχουν μεγάλη ιστορία που ξεκινά από τα βάθη των αιώνων και φτάνει —πάντα ακμαία και δημιουργική— μέχρι τις μέρες μας. Τα μουράλες «φυτρώνουν„ εκεί όπου οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται, εμπλουτίζοντας τις καθημερινές οπτικές παραστάσεις. Σε αντίθεση με τα γκράφιτι, απλώνονται σε μεγαλύτερες επιφάνειες και συνήθως έχουν την έγκριση του κράτους, της κοινότητας ή του ιδιοκτήτη του χώρου. Διακοσμούν προσόψεις δημόσιων κτηρίων αλλά και σπίτια ιδιωτών ή εργασιακούς χώρους. Εκτός από πομποί αισθητικής αντίληψης και δεξιοτεχνίας του καλλιτέχνη, λειτουργούν και ως σημαντικό μέσο επικοινωνίας για τα μέλη, εθνικών, θρησκευτικών ή φυλετικών κοινοτήτων σε περιόδους έντονης αντιπαράθεσης.
«Οι τοιχογραφίες είναι αστικές εικονογραφήσεις, συνεπώς τα μηνύματά τους είναι για όλους. Αντιθέτωςτο γκραφίτι είναι ένας αυτόνομος εικαστικός κώδικας, ο οποίος ως μορφή επικοινωνίας είναι τελείως ξέχωρος και κλειστός» αναφέρει ο κ. Αλέξανδρος Βασμουλάκης, απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Τοιχογραφία στο Άργος

Τα μουράλες ξεκίνησαν από τα βάθη των αιώνων. Μαγικοθρησκευτικά αρχικά, αργότερα πατριωτικά, προπαγανδιστικά, προκλητικά, γεμάτα έμπνευση, πάθος και φαντασία. Όλα βαθιά ριζωμένα σε πολλές κοινωνίες και πολιτισμούς. Τρία ήταν τα βασικά στάδια, που προηγήθηκαν ιστορικά των μεξικανών μουραλίστας και της γενικότερης ανανέωσης της τοιχογραφίας.

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ Τα παλαιότερα καταγεγραμμένα μουράλες δεν ήταν τοιχογραφίες, αλλά βραχογραφίες. Έγιναν από τους προϊστορικούς ενοίκους των σπηλαίων Λασό, στη Ν. Γαλλία, καθώς και σπηλαίων στην ισπανική Αλταμίρα. Χρονολογούνται από το 17000 π.Χ. και απεικονίζουν ταύρους και άλλα άγρια ζώα. Το εντυπωσιακό είναι ότι το μέγεθος αυτών των εικόνων προσεγγίζει την κλίμακα μιας σύγχρονης τοιχογραφίας, με το σώμα του ταύρου να εκτείνεται στα 4,5 μ. Ανάλογες βραχογραφίες έχουν βρεθεί και σε μια άλλη μεγάλη κοιτίδα της ανθρωπότητας, την Απω Ανατολή. Εκεί όμως είναι πολύ νεότερες, μόλις του 1700 π.Χ. Υπάρχουν επίσης κάποια ευρήματα στην Ατζάντα της Ινδίας, με αναπαραστάσεις του Βούδα, που χρονολογούνται από το 200 π.Χ. Η εικαστική σκυτάλη είχε ήδη περάσει στην αρχαία Ελλάδα και, κυρίως, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με λαμπρότερα δείγματα τα ευρήματα στην αρχαία Πομπηία.

ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Στους «Σκοτεινούς Χρόνους» οι τοιχογραφίες στο προσόψεις των καθεδρικών ναών λειτούργησαν ως… διαφημιστές της Θρησκείας. Γύρω στον 4ο αιώνα, το μωσαϊκό άρχισε να αντικαθιστά την υδατογραφία στην εκτέλεση των εικόνων. Η αισθητική τελειότητα του χρωστήρα, όμως, επανέφερε τη ζωγραφική τον 14ο αιώνα. Διακόσια χρόνια αργότερα τα πράγματα άλλαξαν ξανά, με τη χρήση χρωματιστού γυαλιού και υφάσματος στην εσωτερική διακόσμηση των ναών.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚ Τον 17ο αιώνα αι τοιχογραφίες εκκοσμικεύονται και αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στα εσωτερικά διαφόρων «παλάτσα» και άλλων αρχοντικών. Σπουδαίοι ζωγράφοι όπως ο Πολ Ρούμπενς, ο Τζοβάνι Μπατίστα Τιέπολο, ο Φρανσίσκο Γκόγια δημιουργούν την περίοδο εκείνη μοναδικές συνθέσεις σε τοίχους και ταβάνια. Οι παραστάσεις αυτές, με σκηνές ειδυλλιακής φύσπς, κυνηγιού, ή γεγονότων σχετικών με τη ζωή των ευγενών που τους ανέθεταν τη διακόσμηση, δουλεύονταν σε μεγάλους καμβάδες που στη συνέχεια επικολλούσαν και επεξεργάζονταν στις επιφάνειες των τοίχων.

Πριν από τη δεκαετία του ’60, οι περισσότεροι καλλιτέχνες που ασχολούνταν με αυτή τη (δύσκολη στην εκτέλεση) τέχνη, δούλευαν κυρίως σε εσωτερικούς χώρους ιδρυμάτων, μουσείων, μεγάρων και αρχοντικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ζωγραφικές επεμβάσεις του Μαρκ Σαγκάλ στο εσωτερικό της Μητροπολιτικής Όπερας της Ν. Υόρκης. Οι σύγχρονοι μουραλίστας έχουν εκτείνει τα όρια της αισθητικής αναζήτησης. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τεχνολογίας, τροποποιούν την οπτική μας αντίληψη, αλλάζοντας, κατ’ επέκταση, τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο.

Οι μεξικανοί μουραλίστας της δεκαετίας τον ’30 εστίασαν για πρώτη φορά τη θεματολογία τους στην καθημερινή ζωή, τους αγώνες των εργατών  και τα κοινωνικά κινήματα ξεπερνώντας τις Θρησκευτικές συνθέσεις που υπερίσχυαν από τα χρόνια τον Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

κυρίως από την ομάδα Carpe Diem (στο αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ κ.α.), τον Στέλιο Φαϊτάκη (εργοστάσιο Ελάϊς) και άλλους δραστήριους streetartists.

Τα muraleς αποτελούν συχνά ένα δημόσιο φόρουμ πολιτικής έκφρασης. Κάτι που δοκίμασαν πρώτοι τη δεκαετία του ’30 οι μεξικανοί ζωγράφοι. Τα έργα τους εστίασαν στους εργάτες, στην καθημερινή ζωή και στα κοινωνικά κινήματα.

Ένα άλλο είδος είναι οι κρατικά επιχορηγούμενες τοιχογραφίες έγιναν σημαντικό εργαλείο προπαγάνδας, κυρίως στις μονοπρόσωπες εξουσίες και τα δικτατορικά καθεστώτα. Χώρες διαμετρικά αντίθετες ιδεολογικά, «συναντώνται» στην επιφάνεια των τοίχων. Από την Κούβα του Κάστρο και τη Β. Κορέα του Κιμ Ιλ Γιούνγκ μέχρι τη Λιβύη του Καντάφι και τη Συρία του Μπασάρ αλΑσαντ, οι εικονογραφίες της προπαγάνδας πάσχουν από «νοθευμένα» μηνύματα και κακή (συνήθως) αισθητική. Το αντίθετο, δηλαδή, από τη δύναμη και την εκρηκτική ζωντάνια που εκπέμπουν οι τοίχοι της Β. Ιρλανδίας. Σχεδόν 2.000 μουράλες έχουν καταγραφεί σε αυτή την ταραγμένη περιοχή, από τη δεκαετία του ’80.

Δύο τοιχογραφίες, από τις χιλιάδες που απλώνονται στην επιφάνεια των πόλεων, έχουν περάσει στην Ιστορία για τη… διπρόσωπη εικόνα τους: από τη μια μεριά, γεμάτες συναρπαστικές συνθέσεις οργής και διαμαρτυρίας και, από την άλλη, γυμνές, γκρίζες και απρόσωπες όπως η ανάλγητη εξουσία. Η πρώτη ήταν ένα «μωσαϊκό» εικονογραφήσεων, γκράφιτι και συνθημάτων διαμαρτυρίας, που απλωνόταν κατά μήκος του τείχους του Βερολίνου στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν ζωγραφισμένο μόνο από την πλευρά του δυτικού τομέα της πόλης, αφού από την ανατολική απαγορευόταν η προσέγγιση επί ποινή Θανάτου. Στη σχεδόν 30χρονη παρουσία του τείχους, χιλιάδες άγνωστοι και γνωστοί καλλιτέχνες όπως ο Κιθ Χάρινγκ, πρόσθεσαν το δικό τους εικαστικό σημάδι σε αυτή την επιτείχια διαμαρτυρία μήκους 140 χλμ. Όχι τυχαία, άλλωστε, ονομάστηκε «ο μεγαλύτερος καμβάς του κόσμου». Οταν, το 89, το τείχος γκρεμίστηκε, θραύσματα από αυτή την πελώρια τοιχογραφία αξιοποιήθηκαν από το εμπορικό δαιμόνιο. Συσκευάσθηκαν σε πλαστικές θήκες, άλλα προσκολλήθηκαν σε καρτ ποστάλ που δείχνουν κάποιο τμήμα του τείχους και άλλα πωλούνται ως έχουν, αποτελώντας σουβενίρ του… εκλιπόντος τείχους.

Η δεύτερη τοιχογραφία είναι σύγχρονη και έγινε σε μια τραγικά επίκαιρη περιοχή. Πρόκειται για το αντίστοιχο τείχος που ύψωσαν το 2004 αι Ισραηλινοί στη Δυτική Όχθη, προκειμένου να «μαντρώσουν» τους Παλαιστίνιους. Η πλευρά που «κοιτάζει» τη γη των Παλαιστινίων είναι γεμάτη εικόνες που ξεχειλίζουν από οργή και πίστη για τη δικαίωση του αγώνα.

ΠΗΓΕΣ

 

 

Tagged ,

One thought on “Ζωγραφική σε τοίχους

Comments are closed.