Ναύπλιο 1833

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ
Από την ενότητα διηγημάτων με τίτλο «Κακοδικίες»

Σαράντα χωροφύλακες κι ο Μοίραρχος Κλεώπας ξεκίνησαν νυχτιάτικα στις 7 Σεπτεμβρίου 1833 από το Κέντρο της πόλης του Ναυπλίου για την κατοικία του Κολοκοτρώνη.

Τον βρήκαν ήρεμο στο μικρό περιβόλι όπου καλλιεργούσε τα φυτά και τα ζαρζαβατικά του. Ήσυχος πια στα γεράματα, ξεκουράζεται και αναπνέει καθαρό αέρα μακριά από τη βουή και τη σκόνη της πόλης.

Έξω από κάθε ανάμειξη στα κοινωνικά και στα πολιτικά. Αγωνιστής ήταν, κι ο αγώνας είχε λήξει γι’ αυτόν, μαζί με τα κουράγια του που δεν τον κρατούσαν για άλλες κοσμικές δραστηριότητες.

Είχαν εντολή να τον συλλάβουν, χωρίς να του δώσουν καμία εξήγηση. Τον μεταφέρανε στο φρούριο του Ίτς Καλέ, και τον φυλάκισαν εκεί, μαζί και χώρια, με τον Δημήτρη Πλαπούτα. Τους έκλεισαν σε χωριστό δωμάτιο, σε τέλεια απομόνωση και μέσα στην απόλυτη άγνοια.

«Δι’ έξ μήνας», γράφει στο υπόμνημά του ο Κολοκοτρώνης, «αγνοούσα και ποίος ζει ή ποίος απέθανε συχνά ρωτούσα τον εαυτό μου αν είμαι εγώ ή άλλος».

Παραξενευόταν με το γεγονός ότι τόσο πολλοί άνθρωποι του στρατού πήγαν να τον πάρουν από το σπίτι του, ενώ έφτανε να του είχαν στείλει ένα από εκείνα τα σκυλιά τα μαλλιαρά, που κάνουν το θέλημα μ’ ένα γράμμα στο στόμα και μ’ ένα φαναράκι, να φωτίζει τα σκαλιά του Ίτς Καλέ.

Το κατηγορητήριο κοινοποιήθηκε στους δύο κρατούμενους μετά από έξι μήνες. Έφερε την υπογραφή του Βασιλικού Επιτρόπου Εδουάρδου Μάσσωνος. Τέσσερα ήταν εγκλήματα:

1) Ότι εκίνησαν την ληστεία. 2) Ότι προετοίμαζαν τον εμφύλιο πόλεμο. 3) Ότι έγραψαν μία αναφορά στον αυτοκράτορα της Ρωσίας, με την παράκληση να ενεργήσει για την παύση όλης της Αντιβασιλείας. 4) Ότι είχαν γράψει και άλλην αναφορά στον Βασιλέα της Μπαβαρίας για να ανακαλέσει δύο μέλη της Αντιβασιλείας: τον Μάουερ και τον Άβελ, και να κηρύξει δικτάτορα τον Άρμανσπεργ.

Κατηγορητήριο εσχάτης προδοσίας, και η τιμωρία θάνατος. Πρώτη δικάσιμη μέρα η 7η Μαρτίου.

Η διάρκεια της δίκης κράτησε σχεδόν τρεις μήνες (ανάγνωση της κατηγορίας και διαφόρων επιστολών, γραπτών εξετάσεων φυλακισμένων υποτιθέμενων συνενόχων, ακρόαση των μαρτύρων κατά και υπέρ, αγορεύσεις: του Βασιλικού Επιτρόπου και των δικηγόρων της υπερασπίσεως).

Δεν υπήρξαν αποδείξεις. Οι καταθέσεις των μαρτύρων: αναξιόπιστες. Ατελείς, αντιφατικές, αόριστες. Μάρτυρες επιλεγμένοι, και μάρτυρες αποκλεισμένοι. Ο Γιαννούτσος Κρανιδιώτης, για παράδειγμα, ένας από τους ήρωες του δράματος, έλεγε πράγματα αόριστα, όπως: ότι άκουσε απειλές από τον στρατιωτικό Μίτσα. Απειλές που στην πραγματικότητα ήταν απλά παράπονα κατά της αντιβασιλείας.

Μα αυτός ό ίδιος, ο Μίτσας (Οπλαρχηγός, Στρατηγός και Γερουσιαστής) δεν εξετάστηκε από τον Βασιλικό Επίτροπο, ως αναζητηθείς και μη ευρεθείς, παρά το γεγονός ότι την ώρα που τον αναζητούσαν, καθόταν στο αμφιθέατρο του Δικαστηρίου… Τα έχουν αυτά οι Κακοδικίες. Είναι και γελοίες!

Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου. Το Δικαστήριο αποσύρθηκε στην αίθουσα των διασκέψεων για να εκδώσει την απόφασή του. Διαπιστώθηκε διαφωνία. Τρεις Δικαστές ψήφισαν καταδίκη σε θάνατο, και δύο (Πολυζωίδης και Τερτσέτης) αθώωση.

Κάθε προσπάθεια των δύο αθωωτικών Δικαστών, κάθε λογικό και τεκμηριωμένο επιχείρημα για πειθώ ή εναλλακτικές λύσεις, μέσω μιας αναβολής για μεγαλύτερη έρευνα, έπεφτε στο κενό. Οι τρεις της πλειοψηφίας ήταν ανένδοτοι, όσο και προκατειλημμένοι.

Η επίκληση της μεγάλης ιστορικής ευθύνης, από τη μεριά των άλλων δύο, δεν έπιανε τόπο. Κανένα λογικό επιχείρημα δεν πτοούσε του τρεις αποφασισμένους, προφανέστατα πλέον, κρίνοντας και αποφασίζοντας εκτός των αποτελεσμάτων της διαδικασίας, και εναντίον όλων των κανόνων του Δικαίου και της κοινής λογικής.

Η διάσκεψη κατέληξε σε οριστική διάσπαση. Οι τρεις δικαστές γράφουν απόφαση θανάτου, οι άλλοι δύο εμμένουν στην πρόταση για την αναβολή. Η πλειοψηφική απόφαση των τριών διατυπώνεται αναλόγως και αποστέλλεται στο αρμόδιο Υπουργείο για τα περαιτέρω. Η απόφαση των άλλων παραδίδεται στον Γραμματέα για τον Υπουργό Κωνσταντίνο Σχινά. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική και γελοία. Μεγάλο πλήθος από χωροφύλακες εντός του Δικαστηρίου. Εκεί και ο Υπουργός, με τα λοφία του και με τη συνοδεία πολλών ατόμων της προσωπικής του φρουράς.

Μπαίνουν στο δωμάτιο των διασκέψεων. Ο Υπουργός, πότε με καλοσύνη, πότε με φοβέρα, προσπαθεί να τους πείσει να υπογράψουν την απόφαση των τριών συναδέλφων τους. «Δεν μπορούμε», του απαντούν, επιμένοντας στην πρόταση της αναβολής. Στο τέλος, τους ζήτησε να ανεβούν στην έδρα για την ανάγνωση της απόφασης της πλειοψηφίας. Το αρνήθηκαν κι αυτό.

Μετά από μια μικρή σιωπή, οι χωροφύλακες αρπάζουν τον Πολυζωΐδη (που ήταν και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου) για να τον ανεβάσουν το έδρανο της Προεδρίας. Εκείνος αντιστέκεται. Τον σέρνουν. Πιάνεται από τραπέζια, πόρτες, κι ό,τι άλλο βρισκόταν μπροστά του. Στο τέλος καταφέρνουν να τον καθίσουν στην έδρα του.

Ακολουθεί ο Τερτσέτης, όπως ο ίδιος αφηγήθηκε αργότερα, σε μια εκδήλωση τιμής προς τον Πολυζωίδη:

«Μ’ εμένα, κύριοι και κυρίες, άλλαξαν σχέδιο πολεμικής. Τέσσερις χωροφύλακες με πήραν σηκωτό στον αέρα. Ήμουν νέος και είχα ελαστικότητα στα πόδια. Πήγαιναν ανεμόμυλος οι κλωτσιές μου.

Για να ειπώ την αλήθεια, εκείνοι αδιαφορούσαν. Μόνη προσπάθειά τους, πώς να με στήσουν στο έδρανο του δικαστή. Και το κατόρθωσαν. Καθισμένοι στην έδρα, ανταλλάζαμε τις απόψεις μας, χωρίς να μας πτοούν οι τέσσερες λόγχες των χωροφυλάκων που μας απειλούσαν, όρθιες πάνω από τα κεφάλια μας.

Μόλις άνοιξαν οι θύρες του Δικαστηρίου, ο λαός ξεχύθηκε ορμητικός, ανυπόμονος. Αναγνώσθηκε η απόφαση των τριών στο πυκνό ακροατήριο, που μόλις άκουσε τη λέξη θ ά ν α τ ο ς, έτρεξε προς τα έξω με φωνές αγανάκτησης.

Μηρμύγκια ο κόσμος στην Σιμοτινή Πλατεία.

Στο άκουσμα της απόφασης ο Πλαπούτας κλονίστηκε. Σταλαγματιές δακρύων έσταζαν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του. Ο Κολοκοτρώνης με ατάραχο το βλέμμα είπε: ‘Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου…’. Έκαμε το σταυρό του και πήρε μια πρέζα ταμπάκο».

Στην ίδια ομιλία του, ο Γεώργιος Τερσέτης εξηγεί, πειστικά, πώς η ζωή των δύο τιμημένων στρατηγών σώθηκε τελικά, χάρις στον Αναστάσιο Πολυζωίδη:

«Η αψιά αντίστασή του, αντίσταση Προέδρου και όχι απλού δικαστού, προ ολίγων μηνών εχθρού θανάσιμου των δύο καταδικασθέντων, Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, αδυνάτισε το κύρος της απόφασης των τριών. Έδωσε και λαβή στους πρέσβεις των ξένων δυνάμεων να πεισθούν για την αθωότητα των κατηγορουμένων. Να κάνουν εκκλήσεις στην Αντιβασιλεία, να γράψουν και στις αυλές τους».

Πολύ πριν βγει η απόφαση, αρκετοί είχαν δει απ’ τα ψηλά παράθυρα του αμφιθεατρικού Ναυπλίου, τον δήμιο να στήνει την γκιλοτίνα και να τροχίζει τη λάμα της. Το ανατριχιαστικό θέαμα του αποκεφαλισμού αναμενόταν με βεβαιότητα.

«Με τα χέρια αλυσοδεμένα, οι μελλοθάνατοι οδηγούνται στον τόπο της καταδίκης. Δεν τρέμουν τα γόνατά τους. Οι κίνδυνοι του αγώνα τούς είχαν διδάξει την αφοβία τού θανάτου. Οι δάφνες που είχαν απολαύσει πολεμώντας τους εχθρούς της πατρίδας, στολίζουν τα λευκά τους μαλλιά και φωτίζουν το πρόσωπό τους. Πατούν το κατώφλι της μηχανής, ηχεί το σίδερο της σφαγής…»

Μα δεν προλαβαίνει. Συγκλονισμένα τα πλήθη, ακούν την είδηση της χάρης. Δεν είχαν περάσει ούτε 24 ώρες από την απαγγελία της απόφασης του θανάτου, μέχρι την απαγγελία (μπροστά στην γκιλοτίνα) της άλλης απόφασης, εν ονόματι και πάλι του Βασιλέως: Η ποινή μεταβάλλεται σε 20ετή κάθειρξη.

Ο Κολοκοτρώνης αυτοσαρκάζεται: «Θα ξεγελάσω τον Βασιλέα μου, δεν θα ζήσω τόσο». Μα, τελικά, ο Όθωνας ξεγέλασε τον Κολοκοτρώνη. Πριν κλείσει χρόνο στη φυλακή, τον ελευθέρωσε, και τον τίμησε με τον μεγαλόσταυρο του Σωτήρα που ήταν το ανώτατο παράσημο του Κράτους, ενώ επίσης του έδωσε τον υψηλό στρατιωτικό βαθμό του αντιστράτηγου. Κι όταν πέθανε, στην κηδεία του κήρυξε επίσημο πένθος για τον πιστό του θρόνου του. Τον Πλαπούτα τον έκανε υπασπιστή του.

Γίνονται συχνά κάτι τέτοια. Τα πιο πολλά πολύ αργά. Το ερώτημα είναι αν τα τραύματα της Δικαιοσύνης επουλώνονται στ’ αλήθεια. Αν η κακή πίστη της εξουσίας αποκαθίσταται. Αν αυτή είναι εξωγενής, θεραπεύσιμη, ή εσωγενής, αθεράπευτη. «Ας σημειώσουμε και μια παράπλευρη απώλεια πίστης, με καριέρα ακόμα πιο ύπουλη». Λέει, συνεχίζοντας στο ίδιο κείμενο ο Τερτσέτης:

«Μάθετε ότι δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες από τα ελεεινά συμβάντα της δίκης και ο Πολυζωίδης λαμβάνει γράμμα από το Παρίσι, από φίλο του, που του έλεγε ότι στην εφημερίδα των Δικαστηρίων (Gazette de Tribunaux) είναι δημοσιευμένη η απόφαση των τριών Δικαστών, με την υπογραφή του Πολυζωίδη και τη δική μου».