Η Πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου, Ζητήματα ανθεκτικότητας και δημοφιλίας στη διαδρομή δύο αιώνων(αρχή – 1922)

Η Πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου

Ζητήματα ανθεκτικότητας και δημοφιλίας

στη διαδρομή δύο αιώνων

(Αποσπάσματα από την εργασία της ΜΥΡΤΩ ΤΕΜΠΕΛΟΠΟΥΛΟΥ,

του Πολυτεχνείου Κρήτης – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών,

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΕΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Α. Η εξέλιξη των ελληνικών αστικών πλατειών του 19ου αιώνα

από τον αρχικό σχεδιασμό τους μέχρι το 1922

Πλατεία Συντάγματος/ Ναύπλιο

1828 – 1834

Σύντομο ιστορικό της εποχής

Την περίοδο αυτή το Ναύπλιο αποτελεί την πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το γεγονός αυτό, ασκεί επίδραση τόσο στη μορφή της πόλης, όσο και στην κοινωνία της. Πιο συγκεκριμένα, εισάγονται τα δυτικά πρότυπα, δημιουργείται ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα και διαμορφώνεται η αστική κοινωνία. Το 1828, ο Καποδίστριας αναθέτει στον αρχιτέκτονα Στ. Βούλγαρη τον πολεοδομικό σχεδιασμό του Ναυπλίου, η ολοκλήρωση του οποίου συντελείται το 1832.67 Βασικός στόχος του Καποδίστρια είναι ο εξευρωπαϊσμός της πόλης. Για την επίτευξή του, εξασφαλίζονται υγιεινότερες συνθήκες ζωής, κατεδαφίζονται τα «σαχνισιά» της Τουρκοκρατίας και διανοίγονται πλατιοί δρόμοι και πλατείες.68

Σχέση της πλατείας με την πόλη

(σχέση με οδικό δίκτυο, με δημόσια κτήρια, με άλλους δημόσιους χώρους)

H Πλατεία Συντάγματος, αποτελεί τον πυρήνα του ιστορικού κέντρου του Ναυπλίου και είναι η βασική πλατεία της πόλης.69 Το 1832, η πλατεία αποκτά τις τελικές της διαστάσεις σε σχέδια των Βαλλιάνου και Βούλγαρη, ενώ την ίδια περίοδο πραγματοποιείται η διάνοιξη του Μεγάλου Δρόμου. Είναι ο σημαντικότερος δρόμος της πόλης τον 19ο αιώνα, γι’αυτό και ονομάζεται «Μεγάλος». Ξεκινά από το Κυβερνείο και καταλήγει αξονικά στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος. Κατά μήκος του Μεγάλου Δρόμου, διατηρούνται ορισμένα σπίτια της καποδιστριακής και οθωνικής περιόδου. Είναι κτισμένα κατά τον νεοκλασικό ρυθμό, με την χαρακτηριστική συμμετρία στις όψεις. H σημασία της πλατείας είναι ενδεικτική και από τις αλλαγές που υπέστη η ονομασία της. Αρχικά, ονομάζεται Piazza d’Armi (Πλατεία των Όπλων) και αργότερα Πλατεία Πλατάνου, από τον πλάτανο που καταλάμβανε άλλοτε το μέσον της. Tο 1834, μετονομάζεται σε Πλατεία Λουδοβίκου, προς τιμήν του βασιλιά Λουδοβίκου Α’.

Τα δημόσια κτήρια που περιβάλλουν την πλατεία Συντάγματος, χαρακτηρίζονται από την καθαρότητα των όγκων και τη γνώριμη ελληνική κλίμακα. Τα περισσότερα από αυτά είναι χαρακτηριστικά δείγματα ενός πρώιμου ελληνικού κλασικισμού, μιας αρχιτεκτονικής που γεννήθηκε στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων, ξαναγεννήθηκε και επικράτησε στην Ευρώπη του 18ου και 19ου αιώνα.70 Κυρίαρχο στο βάθος της πλατείας Συντάγματος υψώνεται το σπουδαιότερο βενετσιάνικο κτήριο της πολιτείας, ένα από τα ωραιότερα παλάτια της Ελλάδας. Το 1713, ολοκληρώνεται η οικοδόμησή του από τον Προβλεπτή Σαγρέδο, με σκοπό την χρήση του ως αποθήκη του στόλου, αλλά και ως αποθήκη των όπλων και των άλλων στρατιωτικών σκευών. Το Οπλοστάσιο, εκτός από ωραίο και χρήσιμο οικοδόμημα, είναι για τους Βενετούς η ενσάρκωση της κυριαρχίας τους, το σύμβολο της πόλης που εξουσιάζουν. Μέσα στα άλλα σύγχρονα κτήρια, το οικοδόμημα αυτό ξαφνιάζει για την απλότητα του, δίνοντας με την πρώτη ματιά, την εντύπωση προχωρημένης Αναγέννησης. Η αυστηρή λιτότητα του οικοδομήματος οφείλεται στη στρατιωτική του χρήση, αλλά και στον ίδιο τον αρχιτέκτονα. Ο τελευταίος ακολουθεί πιστά τα δυτικά πρότυπα, ώστε το κτήριο να μην αποτελεί παραφωνία στο περιβάλλον. Οι κατά καιρούς χρήσεις του κτηρίου είναι πολυάριθμες. Σε όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας έχει στρατιωτική χρήση, ενώ μέχρι το 1929 στεγάζει τη Στρατιωτική Λέσχη.71

Ένα άλλο σημαντικό κτήριο της πλατείας Συντάγματος είναι το Βουλευτικόν. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της πλατείας και κατέχει ξεχωριστή θέση στην ελληνική ιστορία, καθώς την περίοδο 1825 – 1826 αποτελεί τη στέγη για τη Βουλή των Ελλήνων. Η κατασκευή του χρονολογείται το 1730, στα χρόνια της δεύτερης Tουρκοκρατίας της πόλης, ενώ αρχικά λειτουργεί ως τζαμί.72 Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο ως προς την αρχιτεκτονική του διαμόρφωση όσο και ως προς την ιστορία του, παρουσιάζει το μνημείο που έμεινε γνωστό ως «Tριανόν», από την ονομασία του κινηματογράφου που στεγαζόταν εδώ. Aποτελεί το παλαιότερο τζαμί που σώζεται στην πόλη και φέρει έντονες επιρροές από τη βυζαντινή ναοδομία.73

Κοινωνικός ρόλος της πλατείας

Την περίοδο αυτή, όπου το Ναύπλιο αποτελεί την πρωτεύουσα της χώρας, ο πληθυσμός του αυξάνεται ραγδαία. Ένας πληθυσμός ποικιλόμορφος και πολυεθνικός, που προσφέρει στο Ναύπλιο την επίδραση μιας σύνθετης κοινωνικής αντίληψης. Οι αλλαγές στην κοινωνική δομή δεν είναι κάτι άγνωστο σ’αυτήν την πόλη, καθώς είχε πάντα κινητό πληθυσμό. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της διαχρονικότητάς της είναι η συνεχής ανάμειξη των επιρροών και η συνύπαρξη νέων στοιχείων με τα παλιά.74 Η ποικιλομορφία στη σύνθεση της κοινωνίας, η διατήρηση των μορφολογικών στοιχείων και της τοπικής παράδοσης, σε συνδυασμό με την κεντρικότητα και το μέγεθός της, καθιστούν την πλατεία Συντάγματος πόλο έλξης όλων των κοινωνικών ομάδων.

Νεοκλασικός χαρακτήρας

Η πλατεία Συντάγματος αποτελεί μια γνήσια νεοκλασική πλατεία, στην οποία αποτυπώνεται ο πραγματικός ρόλος του νεοκλασικισμού.75 Αυτός είναι η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον της χώρας. Ο τρόπος με τον οποίον ο νεοκλασικισμός αποτυπώνεται στην αρχιτεκτονική της πόλης, αναβιώνει το παρελθόν, η αναζήτηση του οποίου γίνεται στην κλασική Ελλάδα.76 Ταυτόχρονα, η διατήρηση ανατολίτικων στοιχείων, συμβάλλει στην επίτευξη της ιστορικής συνέχειας, που αποτελεί το κλειδί για την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκοκρατία ήταν μια πληγή για την ιστορία της Ελλάδας, εντούτοις αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της. Η αρμονική συνύπαρξη ανατολικών και δυτικών στοιχείων, έχει σαν αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ιστορικής συνέχειας. Η πλατεία Συντάγματος είναι το πλησιέστερο παράδειγμα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού κοντά στο μοντέλο της αναγεννησιακής citta ideale, δηλαδή του ιδανικού δομημένου περιβάλλοντος με βάση τα ανθρώπινα μέτρα. Έτσι, η πλατεία αποπνέει πληρότητα και οικειότητα.

Επιπλέον, λειτουργεί ως σύμβολο της πόλης. Εκφράζει τον εκσυγχρονισμό της χώρας, ενώ διατηρώντας τα τοπικά χαρακτηριστικά της, εκφράζει ταυτόχρονα και μιαν ελληνικότητα, αντάξια της πρωτεύουσας της χώρας. Η πλατεία Συντάγματος, είναι μια πλατεία με πολιτικό και κοινωνικό ρόλο. Αποτελεί σύμβολο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των κατοίκων. Η συμμετοχή τους στα κοινά και η πραγματοποίηση κοινωνικών εκδηλώσεων, αποδεικνύουν τον ενεργό ρόλο των πολιτών σε αυτήν και αναδεινύουν την ιδιαίτερη σημασία της.

1834 – 1922

Σύντομο ιστορικό της εποχής

Το 1834, πραγματοποιείται η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Η πόλη συνεχίζει να αναπτύσσεται, με μειωμένους βέβαια ρυθμούς. Διατηρεί την διοικητική της υπεροχή και την στρατιωτική ζωή της μέχρι το 1862, οπότε θα σημάνει και η τελευταία ώρα του πρωταγωνιστικού ρόλου της πόλης.77 Το Ναύπλιο γίνεται η εστία του αντιδυναστικού αγώνα. Ο κοινωνικός ιστός της πόλης για άλλη μια φορά διαταράσσεται. Αυτή τη φορά όμως, καταστρέφεται από τους ίδιους τους Έλληνες. Η Ναυπλιακή Επανάσταση γράφεται σαν επίλογος στα μεγάλα συμβάντα της ιστορίας του τόπου. Υποβαθμίζεται ταχύτατα και ακολουθεί την τύχη των υπόλοιπων επαρχιακών πόλεων που συνθλίβονται από τον υδροκεφαλισμό της Αθήνας. Η πόλη όμως συνεχίζει να αναπτύσσεται και μετά τον ερχομό του 20ου αιώνα.78

Σχέση της πλατείας με την πόλη

(σχέση με οδικό δίκτυο, με δημόσια κτήρια, με άλλους δημόσιους χώρους)

Η πλατεία Συντάγματος εξακολουθεί να διατηρεί την κεντρική θέση μέσα στην πόλη και να κυριαρχεί σε σχέση με τους υπόλοιπους δημόσιους χώρους. Το 1843, παίρνει το όνομα Πλατεία Συντάγματος, εξαιτίας της σύνδεσής της με τον αγώνα για την παραχώρηση Συντάγματος και τη Ναυπλιακή Επανάσταση.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν πραγματοποιούνται ιδιαίτερες αλλαγές στην πλατεία Συντάγματος. Στο τέλος του 19ου αιώνα, τοποθετείται ψηλή φύτευση περιμετρικά της πλατείας, διατηρώντας έτσι το καθαρό της σχήμα. Επίσης, παρατηρείται η εμφάνιση νέων κτηρίων που ορίζουν την πλατεία, με σημαντικότερο το, ενετικής προέλευσης, κτήριο Ελλάς. Σε αυτό το κτήριο στεγάζεται η λέσχη της «καλής κοινωνίας» του Ναυπλίου. Δύο άλλα κτήρια που αξίζει να αναφερθούν, είναι το κτήριο Μελισσηνού (πρώιμο νεοκλασικό κτήριο) και το κτήριο Βίγγα (όψιμο νεοκλασικό κτήριο), το οποίο οικοδομείται το 1878.

Νεοκλασικός χαρακτήρας

Χαρακτηριστικό της πλατείας Συντάγματος είναι ότι περιέχει με ομοιογένεια και πυκνότητα, την αίσθηση της αστικής εικόνας, ενταγμένης σε όλο το φάσμα της νεότερης ιστορίας της πόλης. Έτσι, βλέπει κανείς κτήρια της Ενετικής περιόδου ή της Τουρκοκρατίας, να μετασχηματίζονται κατά την Καποδιστριακή εποχή, και έπειτα να προστίθενται και άλλα, των χρόνων του Όθωνα, σε ενιαία σύνολα. Παρά το γεγονός ότι ο κλασικισμός που υιοθετεί η πλατεία Συντάγματος διαθέτει λιτές μορφές, εντούτοις στη γενική ατμόσφαιρα δεν σβήνει η αίσθηση της ιταλικής παράδοσης, ενώ λανθάνουν και ανατολικά στοιχεία. Μέσα στον πυκνοδομημένο αστικό ιστό του Ναυπλίου, αυτό το μορφολογικό αμάλγαμα έχει συνοχή και συγχρόνως αποκτά την αίσθηση της ελληνικότητας. Μια αίσθηση πραγματικά γοητευτική, καθώς εμφορείται κανείς με την εντύπωση ότι στο Ναύπλιο, οι αρχιτεκτονικές μορφές συμβιώνουν διακριτικά με την ίδια την ιστορία του έθνους, κάτι που αναμφίβολα δεν συναντά κανείς σε καμιά άλλη πόλη της Ελλάδας.

67 Την εφαρμογή του σχεδίου αναλαμβάνει ο μηχανικός Θ. Βαλλιάνος, το 1829. Η συνεργασία αυτή διακόπτεται, όταν ο Βούλγαρης παραιτείται, και τη θέση του παίρνουν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Schaubert, ύστερα από προτροπή του βασιλιά.

68 Η ανάπτυξη της πόλης του Ναυπλίου πραγματοποιείται σε τρείς ζώνες. Η πρώτη ζώνη εκτείνεται από τα τείχη της Ακροναυπλίας μέχρι τις οδούς Σταϊκοπούλου – Πλαπούτα. Χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη χάραξη των δρόμων και την προσαρμογή τους στις έντονες κλίσεις του εδάφους. Τα κτίσματα, απόλυτα προσαρμοσμένα στις κλίσεις αυτές, είναι μικρής κλίμακας, έχουν λαϊκό χαρακτήρα και είναι ελεύθερα τοποθετημένα στο χώρο. Η ομοιογένεια της ζώνης διακόπτεται από κάποια μεγαλύτερα, ενετικής ή οθωμανικής εποχής. Σε αυτήν την περιοχή ελάχιστες είναι οι μεταβολές που επιφέρει ο Βούλγαρης.

Η δεύτερη ζώνη αναπτύσσεται παράλληλα με την πρώτη, φτάνει μέχρι τα επιθαλάσσια τείχη και ορίζεται από τους άξονες Σταϊκοπούλου – Πλαπούτα και τη Λεωφόρο Αμαλίας. Σε αυτήν την ζώνη, ο Βούλγαρης επιφέρει τις περισσότερες αλλαγές. Το έδαφος εδώ είναι λιγότερο επικλινές και το ύφος της περιοχής αστικό. Τα κτήρια της ζώνης αυτής, κτισμένα σε συνεχές σύστημα, εμφανίζουν νεοκλασικά χαρακτηριστικά. Εδώ βρίσκονται τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια ενετικής ή οθωμανικής περιόδου.

Η τρίτη ζώνη ορίζεται από τη λεωφόρο Αμαλίας και τη θάλασσα. Εδώ, το έδαφος είναι οριζόντιο και οι δρόμοι στενοί, με χάραξη απόλυτα κανονική, που οφείλεται σε μετεπαναστατικά ρυμοτομικά σχέδια (1828 – 1834) (Κασιμάτη Μαριλένα Ζ., ό.π, σελ. 74 – 75). 69 Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ενετικής περιόδου (1389 – 1540) δημιουργείται με επίχωση ο Φόρος (Forum, αγορά-πλατεία). Κατά τη διάρκεια της πρώτης Τουρκικής περιόδου (1540 – 1686) δημιουργούνται δύο τεμένη καθώς και το παλάτι του Μόρα Πασά, το οποίο δεν υπάρχει πια. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ενετικής περιόδου (1686 – 1715), οι Βενετοί διαμορφώνουν την πλατεία χτίζοντας το Οπλοστάσιο του Στρατού. Δεν καταφέρνουν όμως να δώσουν την οριστική μορφή στην πλατεία, καθώς ξέσπασε νέος πόλεμος με τους Τούρκους

(Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., Καραδήμου – Γερολύμπου Α., ό.π, σελ. 163).

70 Κασιμάτη Μαριλένα Ζ., ό.π, σελ. 75

71 Σέμνη Καρούζου, Το Ναύπλιο, Έκδοση της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα, 1979, σελ. 47 – 49

72 www.nafplio.gr 73 Χρονολογείται στα χρόνια της πρώτης Τουρκοκρατίας, πιθανώς στο β’μισό του 16ου αιώνα, και είναι

ίσως το μοναδικό κτίσμα που σώζεται από την περίοδο αυτή στην πόλη. Διαφέρει από το Βουλευτικόν, το μεγάλο τζαμί της Πλατείας Συντάγματος, καθώς στο τελευταίο η οθωμανική αρχιτεκτονική παρουσιάζεται πλέον αποκρυσταλλωμένη. Στα χρόνια της δεύτερης Ενετοκρατίας, το τζαμί προορίζεται για τη λατρεία των Καθολικών. Από το 1828 μέχρι και τις αρχές του 1833, στεγάζεται σε αυτό το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων. Αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο χώρος χρησιμοποιείται ως θέατρο, ενώ το 1915 γίνονται μετατροπές στο εσωτερικό του κτηρίου, οι οποίες αλλοιώνουν ως έναν βαθμό την αρχική του όψη.

74 Κανέλλος Κανελλόπουλος, Ναύπλιο: παρόν και μέλλον, Η Καθημερινή/ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Χορηγός: Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα, Κυριακή 12 Νοεμβρίου 1995, σελ. 29 – 30

Το Ναύπλιο είναι η πόλη, στην οποία πρωτοεμφανίζεται ο ρυθμός αυτός. Στη συνέχεια, εδραιώνεται και σε άλλες πόλεις, όπως στην Πάτρα, την Ερμούπολη, την Αθήνα. Είναι γεγονός ότι ο νεοκλασικισμός αφομοιώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη περιορίζεται στα μεγάλα δημόσια κτήρια, στα ανάκτορα και τα μέγαρα, στην Ελλάδα απλώνεται μέχρι τη λαϊκή αρχιτεκτονική με δύναμη και ορμή, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο μοναδικό φαινόμενο (Κασιμάτη Μαριλένα Ζ., ό.π, σελ. 75).

76 Η αρχιτεκτονική του Ναυπλίου είναι το καθρέφτισμα της ιστορικής του μοίρας. Στις διάφορες νεώτερες εποχές που πέρασαν από πάνω του, τη Βυζαντινή, τη Φραγκοκρατία, τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία, καθώς και στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας διαμορφώνονται σταδιακά τα κάστρα και η πολιτεία. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας χτίζονται σπίτια σε ανατολίτικο ρυθμό, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ευρωπαϊκός ρυθμός του ρομαντικού κλασικισμού, προσφέρει στην πόλη μια απλή αρχοντιά. Παρά τις δυτικές επιρροές, η εικόνα της πολιτείας διατηρεί μιαν απαραγνώριστη ενότητα και μια απλότητα. Η φύση και η γοητεία της παράδοσης, μεσαιωνικής και νεώτερης, δημιουργούν ένα κλίμα μνημειακής επιβλητικότητας. Πλατώματα, δρόμοι που ξαφνικά στενεύουν, οπτικές φυγές, ευρηματικές λύσεις, δημιουργούν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, όπου Ανατολή και Δύση μπλέκουν με έναν τρόπο μαγικό. Το γεγονός ότι το Ναύπλιο αποτελεί μια μικρή ευρωπαϊκή επαρχία, έχει σαν αποτέλεσμα την μη επικράτηση του νέου κινήματος με αυστηρή συνέπεια. Οι τοπικές συνθήκες, η δυτική βενετσιάνικη οικοδομική κληρονομιά, αλλά και η ανατολίτικη παράδοση προσδιορίζουν την ξεχωριστή μορφή του. Τα ιδιωτικά κτήρια της εποχής απηχούν στη γενική τους εμφάνιση τα ευρωπαϊκά, ωστόσο όμως είναι φανερή η επίδραση της τοπικής παράδοσης (Σέμνη Καρούζου, ό.π, σελ.14).

77 Μπίρης Μάνος/ Καρδαμίτση – Αδάμη Μάρω, ό.π, σελ. 111

78 Με την επίχωση και προέκταση μέχρι τη θάλασσα που είχε ξεκινήσει από το 1834 και με την κατεδάφιση των τειχών που ξεκινάει από το 1864, το Ναύπλιο προετοιμάζεται για τη μεγάλη «εκτός των τειχών» πορεία του. Οι δύο αυτές κοσμογονικές τοπογραφικές και πολεοδομικές παρεμβάσεις αποτελούν ορόσημο στην ανάπτυξή του, αφού έτσι δημιουργείται σιγά σιγά η πόλη που μας κληροδοτήθηκε.