ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ

Η Ακροναυπλία είναι μια βραχώδης χερσόνησος που ενώνεται με τη στεριά στο ανατολικό της άκρο, στο στενό της Αρβανιτιάς. Πότε απέκτησε τη πρώτη οχύρωσή της παραμένει αβέβαιο. Τον 4ο αι. π.Χ. υπήρχε ισχυρό πολυγωνικό τείχος, που αργότερα ενίσχυσαν οι Βυζαντινοί. Αβέβαιο επίσης παραμένει πότε χτίστηκε για πρώτη φορά η πόλη.

Πολύ αργότερα οι Βενετοί, γύρω στο 1500, έκαναν τις απαραίτητες επιχωματώσεις και δημιούργησαν τη πόλη με τα σπίτια, την κεντρική πλατεία και και το παλάτι και έχτισαν τείχος για την αποτελεσματική προστασία του λιμανιού.

Όταν οι Βενετοί, κατά την πρώτη Βενετοκρατία (1389 – 1540) πήραν την Ακροναυπλία τα τείχη είχαν ανάγκη επισκευών. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των Βενετών Προβλεπτών, μόνον μετά τη πτώση μεγάλων κάστρων (Άργος, Εύβοια) στους Τούρκους πείστηκαν οι Βενετοί να εγκρίνουν τις απαραίτητες πιστώσεις, την εποχή που τοπικός προβλεπτής στο Ναύπλιο ήταν ο Pasqualigo (1470) ο οποίος μαζί με το μηχανικό Cambello ανέλαβε την επισκευή και επέκταση των τειχών. Τότε οι Βενετοί οχύρωσαν ένα τρίτο κάστρο, δίπλα στο Φράγκικο, που ονομάστηκε Castello di Toro (Κάστρο των Τόρων), ίσως από τους στρογγυλούς πύργους του και απλωνόταν στη βορειοδυτική πλευρά της Ακροναυπλίας, λίγο χαμηλότερα από τα άλλα δύο. Ανάμεσα στο Φράγκικο κάστρο και στο κάστρο των Τόρων υπήρχε τείχος που κατέληγε σε ένα τετράγωνο πύργο προς την πλευρά της θάλασσας. Στην πλευρά της στεριάς, εκεί που τα δυο κάστρα συναντιώνταν, υπήρχε ένας μεγάλος στρογγυλός πύργος που σώζεται μέχρι σήμερα. Με τείχος χωριζόταν και το Φράγκικο κάστρο με το Ρωμέϊκο. Επιβλητικές πύλες και θολωτά περάσματα προστάτευαν το κάστρο των Τόρων ενώ τα τείχη ακολουθώντας τις επιταγές της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής στεφανώνονταν με εντυπωσιακές δαντελλωτές επάλξεις.

Στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου δημιουργήθηκε τάφρος, απαραίτητο συμπλήρωμα της φρουριακής αρχιτεκτονικής των χρόνων, πάνω από την οποία υπήρχε γέφυρα για να συνδέει το φρούριο με την έξω των τειχών περιοχή. Στο μισό τμήμα της ήταν κινητή, ξύλινη, εκεί που επικοινωνούσε με την κύρια σιδερόφρακτη πύλη. Σε διάφορα σημεία τα τείχη ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφα λιοντάρια, που η τεχνοτροπία τους δείχνει και την ασφαλή χρονολόγησή τους. Τα περισσότερα δημιουργήθηκαν στην πρώτη περίοδο της κυριαρχίας των Βενετών στο Ναύπλιο.

Στα 1540, μετά από πολιορκία 3 χρόνων, το Ναύπλιο έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, στους οποίους και παρέμεινε μέχρι το 1686. Παρά τις αρχικές καταστροφές, την εξόντωση των κατοίκων και τη γενική αναταραχή που προκλήθηκε, οι Έλληνες κατόρθωσαν να ξαναδώσουν στη πόλη ζωή και κίνηση «παίρνοντας στα χέρια τους το εμπόριο και τη ναυτιλία». Οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν μέσα στο φρούριο που το ονόμασαν «Ίτς Καλέ». Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές, που έφθασαν στη πόλη στα τέλη του 16ου αι., δίνουν πολύτιμες πληροφορίες τόσο για το ρυθμό ζωής στην πόλη όσο και για τα κάστρα που προκαλούσαν μαγευτική εντύπωση. Ανάμεσά τους ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεπή που έφθασε στη περιοχή τον 17οαι. Περιγράφει τη ζωή, τα σπίτια, τα τζαμιά και τα οχυρωματικά έργα της πόλης.

[rockyou id=112201349&w=426&h=319]

Όταν οι Βενετοί ξαναπήραν το Ναύπλιο, το 1686, η πόλη είχε χάσει την αναγεννησιακή μορφή της. Τα σπίτια είχαν αντικατασταθεί με τούρκικα. Τα κάστρα, όμως, παρά τις τουρκικές επισκευές, διατηρούσαν την αρχική μορφή τους και το Ναύπλιο εξακολουθούσε να είναι η «πρωτεύουσα του Μοριά». Τότε αποφάσισαν να εκμεταλλευθούν το λόφο του Παλαμηδιού και να τον οχυρώσουν για την αποτελεσματικότερη προστασία της πόλης. Την εποχή αυτή, εξάλλου, η δύναμη των τηλεβόλων είχε αναπτυχθεί σημαντικά και η ύπαρξη του ψηλού Παλαμηδιού ακριβώς δίπλα στην Ακροναυπλία, ουσιαστικά εκμηδένισε τη σημασία του τελευταίου οχυρού. Ο τουρκικός κίνδυνος είχε αποδειχθεί πως ήταν ιδιαίτερα έντονος και υπολογίσιμος ενώ συγχρόνως η Βενετία δεν ήταν η παλιά πανίσχυρη δύναμη. Το γόητρο της είχε μειωθεί και σημαντικές θέσεις της είχαν χαθεί (Κρήτη).

Συγχρόνως με το Παλαμήδι οι Βενετοί ενίσχυσαν το τείχος της Ακροναυπλίας. Μεγαλύτερη φροντίδα έδειξαν για την οχύρωση της πόλης, κυρίως στην ανατολική πλευρά που σήμερα δεν αναγνωρίζεται, αφού εξολοκλήρου κατεδαφίστηκε. Παράλληλα κατέχωσαν την τάφρο που υπήρχε μέχρι τότε στην ανατολική πλευρά, ενίσχυσαν τους πύργους και τα τείχη του κάστρου των Τόρων και ολοκλήρωσαν την εξωτερική οχύρωση του κάστρου. Τότε κατασκευάστηκε και η επιβλητική πύλη (1713), που φέρει το όνομα του Προβλεπτή Αυγουστίνου Σαγρέδου, στη βόρεια πλευρά του Ρωμέικου κάστρου, στο οχυρό του Δολφίνου, και είναι προσιτή από μια κλιμακωτή ανάβαση με πολλά σκαλοπάτια.

Στην αρχή της χερσονήσου κατασκεύασαν ένα μικρό φρούριο, που πήρε από το Προβλεπτή του Μοριά, Francesco Grimani (1706), την ονομασία «Προμαχώνας Grimani» και διατηρείται μέχρι σήμερα. Στην όψη του σώζεται εντοιχισμένο το ανάγλυφο με το βενετσιάνικο λιοντάρι. Ο προμαχώνας αυτός είχε σκοπό την προστασία της πόλης και κυρίως της Πύλης της Στεριάς, που σήμερα δεν υπάρχει πια. Από το τείχος του κάστρου στη νοτιοδυτική πλευρά καλύτερα διατηρημένο είναι το δυτικό τμήμα, εκεί που δημιουργήθηκε ο Προμαχώνας Πέντε Αδέλφια, που πήρε το όνομά του από τα πέντε πυροβόλα που ενίσχυαν τον περίβολό του.

Έτσι η Ακροναυπλία απέκτησε τη τελική οχύρωσή της με τα απαραίτητα σκεπαστά περάσματα, τις υπόγειες διαβάσεις και τις πυλίδες. Παρά τις προσπάθειες των Ενετών μηχανικών (ώστε το τείχος της πόλης, που ολοκληρώθηκε το 1714, να είναι ισχυρό οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ναύπλιο την επόμενη χρονιά.

Παρόλα τα επιβλητικά οχυρωματικά έργα, που σύμφωνα με τους Βενετούς κατέστησαν το Ναύπλιο το πιο «δυνατό φρούριο στο κόσμο» τον 18ο αι. , καταλήφθηκε από τους Τούρκους μέσα σε δύο εβδομάδες. Μια τοπική παράδοση αναφέρει πως πάνω από την πύλη της ανατολικής πλευράς ο γενίτσαρος που πρώτος πάτησε το κάστρο στερέωσε το γιαταγάνι του. Κι από τότε κάθε Παρασκευή έσταζε αίμα, γιατί ήταν ημέρα Παρασκευή που άρθηκε η πόλη.

Σ’ αυτή τη τελευταία περίοδο το Ναύπλιο άρχισε να παρακμάζει. Από το 1786 έπαψε να είναι πρωτεύουσα του Μοριά, αφού οι Τούρκοι προτίμησαν για στρατιωτικούς λόγους τη Τρίπολη. Οι ξένοι περιηγητές του 19ου αι. περιγράφουν τον ξεπεσμό της πολιτείας, τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατούσε από την καχυποψία των Τούρκων, τον περιορισμό της κυκλοφορίας, αφού οι καστρόπορτες έκλειναν με το δειλινό και δεν άνοιγαν ξανά παρά την επόμενη μέρα. Μόνο τα κάστρα διατηρούσαν το μεγαλείο τους.

Σήμερα μπορεί κανείς να γνωρίσει τα κάστρα της Ακροναυπλίας είτε ανηφορίζοντας από την Αρβανιτιά, είτε από τη βορειοανατολική άνοδο είτε από το πλάτωμα που είναι κτισμένο το σύγχρονο ξενοδοχειακό συγκρότημα. Αν και η μορφή έχει αλλοιωθεί η αγέρωχη όψη των οχυρώσεων παραμένει. Σε πολλά σημεία διακρίνονται τα αρχαιοελληνικά τείχη με τους επιβλητικούς δόμους πάνω στους οποίους οικοδομήθηκαν οι μεταγενέστερες προσθήκες. Ψηλά από το Παλαμήδι μπορεί κανείς να χαρεί τη μοναδική θέα της Ακροναυπλίας και να καταλάβει η διαμόρφωση των κάστρων της. Στην άκρη, τη δυτικότερη, στο ψηλότερο σημείο, το Ρωμέϊκο κάστρο (Castel Greci) εκεί που βρισκόταν η προϊστορική ακρόπολη, στη μέση το Φράγκικο (Castel di Franchi) που μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας αποτελούσε το στρατιωτικό κέντρο της περιοχής, στο χαμηλότερο σημείο, στη στροφή της Αρβανιτιάς, το κάστρο των Τόρων (Castel di Toro). Οι σύγχρονες εγκαταστάσεις έχουν αλλοιώσει το τοπίο, μεγάλο τμήμα όμως των οχυρώσεων παραμένει. Κάτω από τη σκιά της Ακροναυπλίας απλώνεται η πόλη.

«ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ» εκδ. ADAM