Το ταξίδι στην Ελλάδα, Σατωβριάνδος

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

(Κεφάλαια από το «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», 1806 – 1807

που αναφέρονται στην περιοχή μας

…Φύγαμε από τον Άγιο Παύλο κατά τις δύο το μεσημέρι, αφού αλλάξαμε άλογα — κι ακολουθήσαμε τον δρόμο της αρχαίας Κυνουρίας. Κατά τις τέσσερις ο οδηγός μας ειδοποίησε πως επρόκειτο να μας επιτεθούν ληστές — και πραγματικά είδαμε στο βουνό κάποιους ένοπλους. Μας κατόπτευσαν αρκετή ώρα, και ήσυχα μας άφησαν να πε­ράσουμε. Εισχωρήσαμε στ’ όρος Παρθένιο παρακολουθώ­ντας το ρεύμα ενός μικρού ποταμού, που μας οδήγησε ως τη θάλασσα. Από κει βλέπαμε πια την ακρόπολη του Άργους, το Ναύπλιο αντίκρυ μας και τα βουνά της Κο­ρινθίας προς τις Μυκήνες, όμως έπρεπε να περπατήσουμε ακόμα τρεις ώρες, κάνοντας τον γύρο του Αργολικού και διασχίζοντας το έλος της Λέρνης, για να φτάσουμε στο Άργος. Περάσαμε σιμά από τον κήπο ενός αγά, όπου είδα λεύκες της Λομβαρδίας να υψώνονται ανάμεσα σε κυπαρίσσια, λεϊμονιές, πορτοκαλιές και λογής άλλα δέντρα, που πρώτη φορά τα ‘βλεπα εδώ. Λίγο πιο κάτω ο οδηγός μας έκαμε λάθος στον δρόμο και βρεθήκαμε χαμένοι μέσα σε λιθόστρωτα στενά που περνούσαν από βόλτα και ποταμάκια πλημμυρισμένα νερά. Η νύχτα μάς βρήκε σ’ αυτό τ’ αδιέξοδο. Σε κάθε βήμα αναγκάζαμε τ’ άλογά μας να πηδάν πλατιά χαντάκια — και τ’ άλογά μας τα τρόμαζε η σκοτεινάδα, τα κοάσματα των βάτραχων κι οι μυστηρια­κές βιολετιές φλόγες που τρέχαν στα βαλτονέρια. Σε μια στιγμή έπεσε τ’ άλογο του οδηγού, κι όπως οδεύαμε ο ένας πίσω από τον άλλον, παραπατήσαμε, συγκρουστήκαμε και βρεθήκαμε ο ένας απάνω στον άλλον σ’ έναν λάκκο. Φωνάζαμε όλοι μαζί και δεν καταλαβαινόμαστε! Το νερό ήταν αρκετά βαθύ ώστε κάλλιστα μπορούσαν να πνιγούν κι άλογα κι αναβάτες. Μα κι ο επίδεσμος του μπράτσου μου που ‘χε φλεβοτομηθεί, για να μου πάρουν αίμα, λύ­θηκε, και το κεφάλι μου, που ‘χε χτυπήσει, πονούσε φοβερά. Τέλος, έτσι, σαν από θαύμα, βγήκαμε απ’ αυτό το χαντάκι, αλλά ήταν αδύνατο να φτάσουμε απευθείας στο Άργος. Ανάμεσα από τα καλάμια διακρίναμε ένα αμυδρό φως· τραβήξαμε προς τα κει, πεθαίνοντας από το κρύο, καταλασπωμένοι, τραβώντας τ’ άλογα από τα χαλινάρια, με τον κίνδυνο πάντα, σε κάθε βήμα, να γκρεμιστούμε σε καμιά χαράδρα.

Εκείνο το φως μας οδήγησε σ’ ένα αγρόκτημα, που ήταν στη μέση του έλους, σιμά στο χωριό της Λέρνης.

Ο θερισμός είχε τελειώσει κι οι θεριστές, που ‘χαν πλαγιάσει χάμου, μόλις μας βλέπαν, πετιούνταν απάνω και φεύγαν σαν άγρια ζώα. Καταφέραμε να τους καθησυχάσουμε κι έτσι περάσαμε τη νύχτα μαζί τους απάνω σε κοπριά προβάτων, μια που δεν μπορέσαμε να βρούμε πιο καθαρό ή πιο στεγνό κατάλυμα. Νομίζω πως πορώ εδώ να ψέξω τον Ηρακλή, που δεν εξόντωσε ολότελα τη Λερ­ναία Ύδρα, γιατί στον αρρωστημένο αυτόν τόπο άρπαξα έναν πυρετό που μόνο στην Αίγυπτο κατόρθωσα να τον αποτινάξω.

Στις 20 Αυγούστου κατά την αυγή βρισκόμουν στο Άργος. Το χωριό που αντικατάστησε την ένδοξη αυτήν πόλη είναι πιο καθαρό και πιο ζωηρό από τα περισσότερα χωριά του Μοριά. Η θέση του είναι πολύ όμορφη, προς το βάθος του Αργολικού κόλπου και μιάμιση λεύγα απέχο­ντας από τη θάλασσα. Από τη μια πλευρά υψώνουνται τα βουνά της Κυνουρίας και της Αρκαδίας κι από την άλλη οι ακρώρειες της Τροιζήνας και της Επιδαύρου.

Όμως, είτε γιατί μ’ είχαν κυριέψει οι θλιβεροί διαλογισμοί, που τους είχε προκαλέσει η ανάμνηση των συμφο­ρών και των εγκλημάτων των Πελοπιδών, είτε γιατί πραγματικά έβλεπα ολόγυμνη γύρω μου την αλήθεια, η γη της Αργολίδας μου φάνηκε ακαλλιέργητη κι ερημω­μένη, τα βουνά γυμνά και σκοτεινά και, με δυο λόγια, όλη η φύση γόνιμη σε μεγάλα εγκλήματα και σε μεγάλες αρετές. Επισκέφθηκα τα λεγόμενα λείψανα των ανακτόρων του Αγαμέμνονα, καθώς και τα ερείπια του θεάτρου κι ενός ρωμαϊκού υδραγωγείου κι ύστερ’ ανέβηκα στην ακρόπολη επιθυμώντας να ιδώ και τις ελάχιστες πέτρες απ’ αυτές που μετακίνησε το χέρι του βασιλιά των βασι­λιάδων. Ποιος μπορεί να καυχηθεί πως χάρηκε κάποια δόξα αν συγκριθεί με τους οίκους που ύμνησαν ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης κι ο Ρακίνας; Μα κι αντίστοιχα μεγάλη είναι η έκπληξη μας όταν βλέπουμε τι λιγοστά πράγματα απόμειναν απ’ αυτούς τους οίκους.

Πολύς καιρός πέρασε από τότε που τα ερείπια του Άργους πάψαν ν’ ανταποκρίνουνται στο μεγαλείο αυτής της πόλης. Ο Τσάντλερ στα 1756 τα βρήκε όπως ακριβώς τα ‘δα κι εγώ τώρα. Ούτε ο αβάς Φουρμόν στα 1746 ούτε ο Πελλεγκρέν στα 1719 στάθηκαν πιο τυχεροί. Στη φθορά των μνημείων του Άργους συντέλεσαν προπάντων οι Ε­νετοί: μεταχειρίστηκαν τα συντρίμματά τους για να χτί­σουν το φρούριο του Παλαμηδιού. Στα χρόνια του Παυ­σανία υπήρχε στο Άργος ένα άγαλμα του Δία, αξιοσημείωτο για τα τρία του μάτια κι ακόμα πιο αξιοσημείωτο για τον εξής λόγο: το ‘χε μεταφέρει από την Τροία ο Σθένελος. Και, καθώς λένε, πρόκειται για το ίδιο τ’ ά­γαλμα που στη βάση του ο γιος του Αχιλλέα έσφαξε τον Πρίαμο:

ingens ara fuit, juxtaque veterrima laurus incumbens arae, atque umbra complexa Penates.16

Μα το Άργος, που περηφανευόταν δείχνοντας μες στα τείχη του εκείνους που πρόδωσαν τις εστίες του Πρίαμου,

16 Μεγάλος βωμός στεκόταν, κι η γέρικη η δάφνη δίπλα του τον ίσκιωνε / αγκαλιάζοντας και τους θεούς τους εφέστιους στη σκιά της. (Σ.τ.Ε.)

ύστερ’ από λίγο έγινε παράδειγμα της μετάπτωσης των ανθρωπίνων. Όταν βασίλευε ο Ιουλιανός ο Αποστάτης, τόσο είχε ξεπέσει από την παλαιά του δόξα ώστε εξαιτίας της μεγάλης του φτώχειας δεν μπόρεσε να συνεισφέρει για τους αγώνες στην εορτή των Ισθμίων. Ο Ιουλιανός αγόρευσε υπερασπίζοντας το Άργος κατά των Κορινθίων κι η δημηγορία του διασώθηκε στα συγγράμματα του. Πρόκειται για μια από τις πιο περίεργες σελίδες της ιστορίας των πραγμάτων και των ανθρώπων. Τέλος, το Άργος, η πατρίδα του βασιλιά των βασιλιάδων, αφού στον Μεσαίωνα έγινε κληρονομιά μιας χήρας από τη Βενετία, πουλήθηκε απ’ αυτή στην Ενετική Δημοκρατία για διακόσα δουκάτα τον χρόνο ισοβίως και πεντακόσα μετρητά. Το συμβόλαιο αυτό το μνημονεύει ο Κορονέλλι. Omnia vanitas! — Ματαιότης ματαιοτήτων!

Με φιλοξένησε στο Άργος ο Ιταλός γιατρός Αβραμιόττι, που γνώρισε κάποτε τον κ. Πουκβίλ στο Ναύπλιο κι έκαμε σε μια του εγγονή χειρουργική επέμβαση για υδροκεφαλία. Ο κ. Αβραμιόττι μου ‘δειξε έναν χάρτη της Πελοποννήσου, όπου, με τη σύμπραξη του κ. Φωβέλ, είχε σημειώσει τα παλαιά ονόματα κοντά στα καινούρια. Εργασία αληθινά πολύτιμη, την οποία θα μπορούσαν να ‘χουν εκπονήσει μόνο όσοι μέναν πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ο γιατρός που με φιλοξένησε, πλούσιος πια τώρα, λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ιταλία. Και πραγματικά δύο αισθήματα αναζωπυρούνται στην καρδιά του ανθρώπου όσο γερνά: η πατρίδα κι η θρησκεία. Νέοι όταν είμαστε, μπορεί να ξεχνάμε τα αισθήματα αυτά, γερνώντας όμως, ξαναβλέπουμε και την πατρίδα και τη θρησκεία γιομάτες θέλγητρα και νιώθουμε πιο ζωηρή τη λατρεία που τους χρωστάμε. Κουβεντιάσαμε λοιπόν στο Άργος για την Ιταλία και τη Γαλλία για τον ίδιο λόγο που κι ο Αργείος στρατιώτης που ακολούθησε τον Αινεία θυμήθηκε το Άργος όταν πέθαινε στην Ιταλία. Και μόνο στο τέλος αναφερθήκαμε στον Αγαμέμνονα, που τον τάφο του θα τον έβλεπα την άλλη μέρα. Κουβεντιάζαμε στο μπαλκόνι ενός σπιτιού απάνω από τον Αργολικό κόλπο — και δεν απο­κλείεται από δω να ‘ριξε η φτωχή εκείνη γυναίκα το κεραμίδι που διέκοψε τη δόξα και τις τύχες του Πύρρου. Ο κ. Αβραμιόττι, δείχνοντας μου ένα ακρωτήρι απέναντι, «εκεί», έλεγε, «η Κλυταιμνήστρα τοποθέτησε τον δούλο που θα μηνούσε την επιστροφή του ελληνικού στόλου» κι ύστερα πρόσθεσε: «Έρχεστε από τη Βενετία; Νομίζω πως κι εγώ θα ‘καμα πολύ καλά να γύριζα στη Βενετία».

Την άλλη μέρα τα ξημερώματα άφησα τον εξόριστον τούτο στην Ελλάδα, και με καινούρια άλογα και νέον ο­δηγό πήρα τον δρόμο για την Κόρινθο. Υποθέτω πως ο κ. Αβραμιόττι δε θα δυσαρεστήθηκε και τόσο βλέποντας με να φεύγω, αν και μ’ είχε δεχτεί με πολλή ευγένεια. Δεν ήταν όμως δύσκολο να καταλάβω πως η επίσκεψη μου δεν είχε γίνει σε κατάλληλη στιγμή.

Ύστερ’ από μισής ώρας πορεία περάσαμε τον Ίναχο, τον πατέρα της Ιώς, της πασίγνωστης από τη ζηλοτυπία της Ήρας. Στα χρόνια τα παλιά, βγαίνοντας από το Άργος και πριν τις όχθες του Ίναχου, ήταν η Πύλη της Ειλείθυιας κι ο βωμός του Ήλιου. Μισή λεύγα πιο μακριά, από την άλλη μεριά του ποταμού, ο ναός της Μυσίας Δήμητρας κι ύστερ’ απ’ αυτόν ο τάφος του Θυέστη και το ηρώο του Περσέα. Στάθηκα για λίγο στη θέση που υψώνονταν αυτά τα μνημεία ακόμα και στα χρόνια του Παυ­σανία κι ύστερα αποχαιρέτησα την πεδιάδα του Άργους, για την οποία ο κ. Μπαρμπιέ ντυ Μποκάζ έγραψε αξιόλογο υπόμνημα. Έτοιμοι ν’ ανεβούμε τα βουνά της Κορινθίας, βλέπαμε πίσω μας το Ναύπλιο. Το μέρος που ‘μαστε εκείνη τη στιγμή λεγόταν Χαρβάτι — κι από δω αφήνεις τον δρόμο για να ζητήσεις λίγο προς τα δεξιά τα ερείπια των Μυκηνών, που ο Τσάντλερ τα ‘χε προσπεράσει γυρίζοντας από το Άργος. Σήμερα τα ερείπια αυτά γίναν πασίγνωστα από τις ανασκαφές που ‘καμε ο λόρδος Ελγίνος περνώντας από την Ελλάδα. Ο κ. Φωβέλ τα περιέγραψε στις Αναμνήσεις του κι ο κ. ντε Σουαζέλ-Γκουφφιέ έχει τα σχέδια τους. Πριν από τους περιηγητές αυτούς ο αβάς Φουρμόν είχε κάνει λόγο για την πόλη των Μυκηνών, που την είχε ιδεί κι ο Ντυμονσώ. Περάσαμε μια περιοχή με ρείκια. Ένα στενό μονοπάτι μας έφερε σ’ αυτά τα ερείπια, που είναι σχεδόν όπως ήταν στον καιρό του Παυσανία, γιατί δύο χιλιάδες διακόσα ογδόντα χρό­νια πέρασαν από τότε που οι Αργείοι κατάστρεψαν τις Μυκήνες. Είχαν φθονήσει τη δόξα που ‘χε αποκτήσει η πόλη αυτή επειδή είχε στείλει σαράντα πολεμιστές στις Θερμοπύλες να πεθάνουν μαζί με τους Σπαρτιάτες.

Αρχίσαμε πρώτα από τον λεγόμενο τάφο του Αγαμέ­μνονα, ένα κυκλικό μνημείο κάτω από τη γη, που δέχεται το φως από τον θόλο. και που δεν έχει τίποτα το αξιόλογο εκτός από την απλότητα της αρχιτεκτονικής του. Μπαί­νεις από ένα όρυγμα που καταλήγει στη θύρα του τάφου, που την κοσμούν παραστάδες από γαλαζωπό συνηθισμένο μάρμαρο από τα γειτονικά βουνά. Ο λόρδος Ελγίνος άνοιξε το μνημείο αυτό και το καθάρισε από τα χώματα που το ‘χαν φράξει εσωτερικά. Μια μικρή πόρτα οδηγεί από τον κυριότερο θάλαμο σ’ άλλον, μικρότερο, που, όταν τον εξέτασα, καθώς δε βρήκα ίχνος τοίχου, έβγαλα το συμπέρα­σμα πως ήταν ένας απλός λάκκος, καμωμένος από τους εργάτες έξω από τον τάφο. Κι η πορτούλα εκείνη, μία ακόμα είσοδος του τάφου. Άραγε ο τάφος αυτός ήταν πάντα κάτω από τη γη, όπως οι κατακόμβες της Αλε­ξάνδρειας στη Ροτόντα ή υψωνόταν απάνω από το έδαφος σαν τον τάφο της Καικηλίας Μετέλλας στη Ρώμη; Είχε μια εξωτερική αρχιτεκτονική; Κι αν είχε, τι ρυθμού ήταν; Οι απορίες αυτές δε λύθηκαν ακόμα γιατί τίποτα δε βρέ­θηκε μέσα σ’ αυτόν τον τάφο και γιατί δεν είμαστε καν βέβαιοι πως πρόκειται για τον τάφο του Αγαμέμνονα που αναφέρει ο Παυσανίας.

Βγαίνοντας απ’ αυτό το μνημείο, πέρασα μια άγονη κοιλάδα, είδα τα ερείπια των Μυκηνών σε μια πλευρά των αντικρινών λόφων — και προπαντός θαύμασα μία από τις πύλες της πόλης, οικοδομημένη με γιγαντιαία κομμάτια βράχων, στηριγμένων στο ίδιο το βουνό, με το οποίο αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Δύο κολοσσιαία λιοντάρια χωρίς κεφάλια, σκαλισμένα από τις δύο πλευ­ρές της πύλης, είναι το μόνο της στόλισμα. Στέκουνται ορθά, το ένα εναντίον του άλλου, όπως τα λιοντάρια που υποστηρίζουν τα οικόσημα των παλαιών ιπποτών μας. Δεν υπάρχει πουθενά, μήτε και στην Αίγυπτο, μια τόσο επιβλητική αρχιτεκτονική, κι η έρημος, που μέσ’ απ’ αυτήν υψώνεται η πύλη, προσθέτει στο μεγαλείο της. Ανή κει. στο είδος των έργων που ο Στράβων κι ο Παυσανίας αποδίδουν στους Κύκλωπες και που ίχνη τους βρίσκουνται στην Ιταλία. Ο κ. Πετί-Ραντέλ βεβαιώνει πως η

αρχιτεκτονική αυτή είναι προγενέστερη από την επινόηση των ρυθμών. Κι ένα παιδί ολόγυμνο, ένας βοσκός, μου ‘δειχνε μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά τον τάφο του Αγαμέμνονα και τα ερείπια των Μυκηνών.

Πιο κάτω από την πύλη αυτήν υπάρχει μια βρύση που θα μπορούσε κανείς να την εκλάβει για τη βρύση που ανακάλυψε ο Περσέας κάτω από έναν μύκητα — και γι’ αυτό τάχα ονομάστηκαν έτσι οι Μυκήνες. «Μύκης» στους αρχαίους σήμαινε «μανιτάρι» ή «λαβή ξίφους». Κι αυτός ο μύθος για τις Μυκήνες είναι του Παυσανία. Ξαναγυρνώντας στον δρόμο της Κορίνθου, αισθάνθηκα το έδαφος ν’ αντηχεί κάτω από τις οπλές του αλόγου μου. Ξεπέζεψα κι ανακάλυψα τον θόλο άλλου τάφου.

Ο Παυσανίας μέτρησε στις Μυκήνες πέντε τάφους: του Ατρέα, του Αγαμέμνονα, του Ευρυμέδοντα, του Τηλέδαμου και του Πέλοπα και της Ηλέκτρας, λέγοντας πως ο Αίγισθος κι η Κλυταιμνήστρα θάφτηκαν έξω από τα τείχη. Λοιπόν ο τάφος που ανακάλυψα εγώ ήταν πιθανώς του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας; Τον υπόδειξα στον κ. Πουκβίλ, που βέβαια θα τον αναζητήσει στην πρώτη εκδρομή που θα κάνει στο Άργος. Παράδοξη τούτη η μοίρα, αλήθεια, που μ’ έκαμε να φύγω επίτηδες από το Παρίσι για ν’ ανακαλύψω την τέφρα της Κλυταιμνήστρας!

Αφήσαμε τη Νεμέα αριστερά μας, συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς την Κόρινθο, όπου και φτάσαμε σε λίγο, αφού περάσαμε μια πεδιάδα κατάρρυτη από μικρά ρυάκια και που τη χωρίζουν εδώ κι εκεί μοναχικοί λοφίσκοι, όμοιοι με τον λόφο του Ακροκόρινθου…

Πληροφορίες για τον Σατωμπριάν ΕΔΩ από την “Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού”