Τ’ Ανάπλι Ψαρομαχαλάς

Τ’ Ανάπλι  – Ψαρομαχαλάς

ta anapli

Σ’  ΨΑΡΟΜΑΧΑΛΛΑΣ

“Να πάω στου Ψαρομαχαλά τις γραφικἑς ανηφοριἑς,

με τα σκαλιά τα πέτρινα, τα σπίτια του τ’ ανάρια.

Με τις πλακόστρωτες αυλές που ισκιώνουν οι κληματαριές

κι η αύρα του κὁρφου τα χτυπάει, μυρόπνοη, καθάρια».

 

Να πας! Ελάτε να πάμε μαζί.

Εδώ πάνω, χρόνια τώρα, από τον καιρό της Τουρκοκρατίας. κατοικεί. ακέρια κι αφτιασίδωτη, η αναπλιώτικη ψυχή.

Εδώ, κάτω από την Ακροναυπλἰα, είναι ο μαχαλάς των ανθρώπων της θάλασσας.

Των απλών ανθρώπων με το γαλάζιο βλέμμα, το ξάστερο και την ψυχή οπού ‘χει την ασπράδα των γλάρων.

Η θάλασσα είναι το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους.

Είναι η Μοίρα τους κι’ η παντοχή τους.

Άλλοτε εκείνη, απλοχέρα μάνα, τους δίνει καλαθιές τα δώρα της: τ’ασημένια κοκκάλια, τ’ αχνορόδινα λιθρἰνια, τα μεγαλόπρεπα φαγκριά της. Κι άλλοτε, κακοὑργα μητριά, τους παιδεύει, νύχτες ολάκερες, πάνω στ’ άγριο κύμα, για να γυρίσουνε το πρωί, ξεθεωμένοι με δίχτια αδειανά.

Πολλοί από δαύτους έχουνε κιόλας ξεμείνει εκεί στα βάθη της, κάτι ανάστερες νύχτες, που, ουρανός και θάλασσα είχανε γίνει ένα.

Αυτός είναι ο Ψαρομαχαλάς.

Ο μαχαλάς της θάλασσας.

Κείνης, οπού:

«Κατ’ απ’ τη γαλάζια της ποδιά

κρύβεται η μαύρη της καρδιά».

Έχει ο μαχαλάς και την εκκλησία του: την άγια Σοφία.

Τούτον το ναό, οι Τούρκοι τον είχανε καταντήσει αχερώνα.

Και, μονάχα, στη δεύτερη τούρκικη κυριαρχία, στα 1715-1821, τότες οπού, ο Γαζή Χασάν παοάς ο Τζεζαερλής ξεμόλεψε το Ανάπλι από το τσαρούχι το Αρβανίτικο, γἐνηκε πάλι ναός των Χριστιανών.

Τότες, λένε, τούτος ο Τούρκος, άκουσε με προσοχή την παράκληση των ψαρομαχαλιωτών, που του την έφερε, προσπέφτοντος στα γόνατά του, ο Μέγας Διερμηνέας του στόλου, ο Νικόλαος Μαυρογένης.

Μιας και σε βοηθήσανε να ξεκληρίσεις τους Αρβανίτες, γυρεύουνε ένα δώρο από σένα, πασά μου, λέει ο Μαυρογένης.

Και τι γυρεύουνε οι Γραικοί του μαχαλά;

Να, λένε, να ευδοκήσει η μεγαλοσύνη σου, να τους αφήκει να λειτουργιώνται στην εκκλησιά τους, την άγια Σοφία.

Γένηκε! χαμογελάει ο Τζεζαερλής, ρουφώντας το ναργιλέ του.

Τι άλλο γυρεύουνε;

Εμ, τίποτις άλλο. Δηλαδή…

Δηλαδή, τι άλλο, Μαυρονένη;

Τίποτις! Δηλαδή… να. Να τους φτιάξεις, λένε και μια βρυσούλα κει πάνω… Να δροσίζουνε το λαρύγγι τους το διψασμένο.

Ας νενεί και τούτο, Μαυρογἑνη! Ας γενεί! Γιατί, καλά το ‘πες, οι ραγιάδες τούτοι σταθήκανε πιστοί στο Πατισάχ και μας δώσανε χέρι να διώξουμε τους Αρβανίτες. Σπολάτι τους!

Ετσι γένηκε.

Κι ο Ψαρομαχαλάς απὁχτησε την εκκλησούλα του.

Και τη βρυσούλα του…(*)

Να’ μαστε, το λοιπόν στη «Λάκκα», στην πλατεία και την καρδιά του Ψορομαχαλά, μα και στην καρδιά του Αναπλιοὐ.

Ο οδοστρωτήρας Τουρισμός δεν τα κατάφερε ακόμα να αλλοιώσει τούτο το γραφικό κομμάτι της πολιτείας.

Έτσι, περνώντας τα Ψαρομαχαλιώτικα καλντερίμια,θα τις δείτε τις ψαρομαχαλιωτοπούλες, τις ξανθές και τις μπιρμπιλομάτες, που θα ποτίζουνε, πάνω στο χαγιάτια τους, τους βασιλικούς και τα μπουγαρἰνια τους.

Κι αν θα γυρέψετε και νερό για να δροσίσετε τον καταπιόνα σας, μια κορασιά τέτοια, χαμηλοβλεπούσα, θα σας το προσφέρει, κατεβαίνοντας τα πέτρινα ασβεστωμἑνα σκαλοπάτια του σπιτιού της.

Και ποτές δε θα ‘ναι σκέτο.

psaromaxalas1

 Πάντα του θα συνοδεύεται από γλυκό του κουταλιού, κεράσι θες, για βὐσσινο, για προφαντό κυδώνι, που, μέσα στο σιρόπι του, θα πλένε ονθοί της αρμπαρόριζας!

«Εκεί στον Ψοροροχαλἀ

ξέρουν και πλέχουν δίχτυα

ΚΙ όποιος στα δίχτυα τους μπλεχτεί

δεν έχει πια βοή8εια!».

Σε κάθε στενορὑμι θ’ ακοὐσεις να τραγουδάνε.

Τρανουδάνε οι κοπἑλλες που ποτίζουνε τις γλάστρες τους.

Που ασβεστώνουνε τις αυλές τους.

Που μπολώνουνε τα ψαράδικα δίχτυα.

Όλοι τραγουδάνε στον ψαρομαχαλά.

Κι όχι να πεις τραγούδι μοντέρνο και σάμπες και τα τέτοια.

Εδώ είναι ο μαχαλάς της παλιάς ορθόδοξης καντάδας.

Από δω, από τούτα τα κακοτράχαλα φιδωτά σοκάκια, έχουν βγει ένα πλήθος καλλίφωνοι τραγουδιστάδες κανταδόροι.

Η καντάδα για τον ψαρομαχαλά είναι παράδοση.

Τα παλιά, τότε που ο πόλεμος ο ανελέητος και η ανήμερη Κατοχή δεν είχε ακόμα σπάσει τα νεύρα των ανθρώπων και σκορπἰοει την αγριάδα στις καρδιἐς τους, τότε, κάθε νύχτα, ακουγόταν εδώ το ακομπανιαμἑνο της κιθάρας και το λυγμικό μινὁρε μιας φωνής παλλόμενης από λυρισμό και αίσθημα.

Ολ0ι εδώ την έχουνε ριζικό και αίμα τους κι ανασασμό τους την καντάδα.

Αυτήν ακούγοντας νανουρίστηκαν στο λίκνο. Μ ‘αυτήν μεγάλωσαν. Μ’ αυτήν είπανε τους καημούς τους και τα ντἑρτια τους τα ερωτικά.

Και μ ‘αυτήν παντρεύτηκαν.

Έρωτας, τραγούδι και θάλασσα.

Αυτός εἰναι ο Ψαρομαχαλάς!

Όμως, και τα τρία τούτα δε φτάνουν, α δεν πεις ένα όνομα: Μπλατσάρας.

Το βλέπετε τούτο δω το χάλασμα το ρειπωμένο;

Εδώ είχεν ο Μπλατσἀρας το ταβερνάκι του.

Εδώ έζησε, δημιούργησε κι έσβησε τούτος ο ταβερνιάρης – μπουζουξής.

Ο πιο τρανός του μαχαλά, της πόλης και του κόσμου.

Ο Βασίλειος Βασιλείου ή Μπλατσάρας.

Ο στερνός της δυναστείας των αναπλιώτικων μπουζουκιών.

Η αναπλιώτικη Ποίηση τον αποθανάτισε:

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ

 

Όταν εκείνος κίνησε για το μακρύ ταξίδι

για το μεγάλο μισεμό που γυρισμό δεν έχει

κι έκλαιγε ο Ψαρομαχαλάς κι η «Λάκκα» εμοιρολόγα-

πίσω του απόμεινε ορφανό κι έρημο το μπουζούκι.

Πεντάρφανο, τρισκόταδο, μέσα στη μαύρη νύχτα.

 

Τη νύχτα την ανάστερη τη νύχτα του Γενάρη.

Που λυσσομάναε ο Βοριάς κι ο κόρφος εβογγούσε

Όλη τη νύχτα τ’ αρφανό δερνότανε κι εθρήνει

 

Κι ο θρήνος του ο βαριόμοιρος εγίνηκε τραγούδι.

Ένα τραγούδι ανείπωτο, όλο λυγμό και κλάμα

Κλάμα και βόγγο και λυγμό π’ ανέβηκε στα κάστρα

κι οι ντάπιες το ακούσανε και ράγισαν και κείνες.

 

Μα, σα θαμποξημέρωσε κι ο Αυγερινός εφάνη,

αχ! ξεψυχώντας, το στερνό τραγοὐδισε τραγούδι.

Τη Χάιδω την πεντάμορφη, την ανεράιδα Χάιδω,

έτσι καθώς την έπαιζεν ο κύρης του όταν ζούσε!

 

Κι όταν πια στη στερνή στροφή της Χάιδως είχε φτάσει,

σπαρτάρησε όλο το κορμί τεντώθηκαν τα τἑλια

κι οι δακρυπότιστες χορδές λυγίσανε και σπάσαν.

 

Γιατί, αφού κείνος έφυγε και με τον ήλιο πάει,

κανένας πια δεν έπρεπε στα τέλια του να παίξει.

Στα τἑλια που τα χάιδεψαν, τα χέρια τα γραμμένα-

Που ‘χαν κοντύλια δάχτυλα – τα χέρια του Μπλατσάρα!.

 

Αυτός είναι ο Ψαρομαχαλάς!

 

 

( * Εδώ στον Ψαρομαχαλά, ο Κύρης του Λναπλιο Νέριος Ατσαγιόλης

(Ι394) ίδρυσε Νοσοκομείο. Αργότερα πολύ, ο Καποδίστριας το ανακαίνισε

και το ‘Ιδρυμα λειτοργησε σαν Δημοτικό Νοσοκομεο.)

 

***

Ο λεγόμενος Ψαραμαχαλάς, δηλαδή η συνοικία των ψαράδων είναι από τις πιο παλιές και γραφικές συνοικίες της πόλης και εκτείνεται στους πρόποδες της Βορειοδυτικής Ακροναυπλίας, πάνω απο την οδό Σταϊκοπούλου.

Αποτελούσε συνοικία ήδη από το τέλος της Βυζαντινής περιόδου του Ναυπλίου, δηλαδή γύρω στις αρχές του 13ου αιώνα, και κατοικείτο κυρίως από Έλληνες εμπόρους και ψαράδες, στους οποίους οφείλει και την ονομασία του. Το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας θα πρέπει να ανάγεται σε αυτή την εποχή.

Στα δύσκολα χρόνια της δεύτερης Τουρκοκρατίας, η συνοικία του Ψαρομοχαλά ήταν ίσως η μόνη περιοχή εντός των τειχών της πόλης όπου συνέχιζαν να κατοικούν Έλληνες, κυρίως ψαράδες, οι οποίοι αγκυροβολούσαν τις βάρκες τους στην αποβάθρα που βρισκόταν κάτω από τόν προμαχώνα των Πέντε Αδελφών. Γι’ αυτό και από το 1779 με 1780 η μόνη εκκλησία που επιτρεπόταν από τους Τούρκους να λειτουργεί μέσα στην πόλη ήταν η Αγία Σοφία.

Σήμερα ο Ψαρομαχαλάς αποτελεί ένα από τα πιο γροφικά σημεία της παλιάς Πόλης του Ναυπλίου. Ανεβαίνοντας κανείς τις χαρακτηριστικές δρομόσκαλες, συναντά σπίτια διαφόρων εποχών, άλλα ανακαινισμένα και ά\λα σε ερειπιώδη κατάσταση, ενώ από τον ψηλότερο δρόμο του μπορεί κανείς να δει τμήματα των τειχών της Ακροναυπλίας.

Στη σημερινή πλατεία του Ψαρομαχαλά υπήρχε ένα πολύ σημαντικό νοσοκομείο προορισμένο για τους φτωχούς, το πρώτο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα, κληροδότημα του Φλωρεντινού Δούκα των Αθηνών Νέριου Ατσανιόλι. Το νοσοκομείο είχε μακραίωνη λειτουργία, με μικρά διαλείμματα, από το 1394 έως και το τέλος της δεκαετίας του 1940, οπότε και γκρεμίστηκε. Το μοναδικό ίχνος του σημαντικού αυτού νοσοκομείου αποτελεί το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, το οποίο είχε ανεγερθεί οπό τους Ενετούς και βρισκόταν αρχικά εντός του περιβόλου του νοσοκομείου.

(Πηγή) Εικονική Περιήγηση στο Ναύπλιο nafplio-tour.gr