Ταξίδι στην Ελλάδα του 1850, Gustave Flaubert

Ταξίδι στην Ελλάδα του 1850, Gustave Flaubert

 

Τον Δεκέμβρη του 1850, ο Φλωμπέρ συνοδευόμενος από τον φίλο του Μαξίμ Ντυ Καν, μετά την Αίγυπτο, τη Συρία και την Τουρκία θα επισκεφτεί την Ελλάδα.
Αθήνα, Δαφνί, Ελευσίνα, Πλαταιές, Θεσπιές, Λιβαδειά, Αράχωβα, Δελφοί, Θερμοπύλες, Νεμέα, Μυκήνες, Άργος, Σπάρτη, Μεσσήνη, Βάσσες, Ανδρίτσαινα, Ολυμπία…
Μερικοί από τους σταθμούς του ταξιδιού που έκανε ένας μεγάλος συγγραφέας, ο Γουσταύος Φλωμπέρ, στην Eλλάδα του 1850.
Η Αθήνα είναι ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του στην Ανατολή. Στους δυο σχεδόν μήνες που αφιέρωσε θα επισκεφθεί, επίσης, τις Θερμοπύλες, τους Δελφούς, την Πελοπόννησο και αναχώρησε τέλη Ιανουαρίου του 1851 από την Πάτρα για το Μπρίντιζι.

 

gustave flauber

Ο ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΛΩΜΠΕΡ γεννήθηκε το 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας.  Σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο όταν διαπιστώθηκε ότι έπασχε από επιληψία. Έκτοτε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.  Τα μυθιστορήματα  Πάθος και αρετή (1837), Σμαρ (1839) και Αισθηματική αγωγή (1843-45) συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρώτα έργα που εξέδωσε. Το 1849 πραγματοποίησε ένα ταξίδι με βασικούς προορισμούς την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Στη Γαλλία επέστρεψε το 1851, χρονιά κατά την οποία άρχισε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Η Κυρία Μποβαρύ που εκδόθηκε το 1856. Πέθανε στο Κρουασσέ το 1880.

Ναύπλιο, επιχρωματισμένη λιθογραφία 1834. “La Grece. Vues pittoresques et topographiques, dessinus par O. M baron de Stackelberg”.
Ναύπλιο, επιχρωματισμένη λιθογραφία 1834. “La Grece. Vues pittoresques et topographiques, dessinus par O. M baron de Stackelberg”.

…Τα βουνά απέναντι από την Κόρινθο υψώνονται διαδοχικά αρχίζοντας από αριστερά και ορθώνονται κλιμακωτὰ με διαδοχικά επίπεδα ξεκομμένα πάνω στην αρμονική τους γραμμή…

Κυριακή 26. – Μέρα κουραστική και βροχερή.

Φεύγοντας από  την Κόρινθο, προχωράμε για λίγο στην κατεύθυνση της πεδιάδας, ύστερα στρίβουμε αριστερά  και ο δρόμος ανηφορίζει. Ένας κίτρινος χείμαρρος δεξιά, το νερό πέφτει από έναν βράχο ψηλά – Μύλος  της Χἡρας. – Αφού διασχίσαμε ένα ρυάκι, που το ακολουθήσαμε για πολλή ώρα ώσπου να βρούμε ένα πέραμα, βρισκόμαστε σε λίγο σε ένα είδος χέρσας γης όλο τούρλες που ο δρόμος ακολουθεί τις ανωμαλίες της.

 Ύψος, πεδιάδα στα πόδια μας, το έδαφος ανεβαίνει προς ένα άλλο βουνό.

Στη μέση αυτής της πεδιάδας, στη δεξιά πλευρά του δρόμου, τρεις κίονες, δωρικό κιονόκρανο, με ραβδώσεις, από τον ναό του Νέμειου Δία•’” η πέτρα είναι σταχτιά, πολύ άσχημη, πολύ φαγωμένη γύρω από τους κίονες, ερείπια στοιβαγμένα  πενήντα βήματα πιο πέρα, ερείπια μιας μικρής εκκλησίας χτισμένης με αρχαία υλικά. Η μικρή πεδιάδα όπου βρίσκεται ο ναός είναι ομαλή, επίπεδη και κατάλληλη για αγώνες.

 Ο δρόμος ανηφορίζει πάλι. Βρέχει τόσο δυνατά ώστε δεν βλέπω τίποτα• μουδιασμένος από το κρύο, μόλις έχω τη δύναμη να ανοίξω τα μάτια μου. Διασχίζουμε ένα ρυάκι και αμέσως πίσω του βρίσκεται το χωριό Δερβενάκι, που το αντικρίζουμε μονομιάς κατεβαίνοντας από έναν λόφο.

 Ο δρόμος στενεύει και περνάει από χαμηλά φαράγγια που διαδέχονται το ένα το άλλο. Βροχή, βροχή! Φθάνουμε τελικά σε ένα ύψωμα απ’ όπου ανακαλύπτουμε έναν μεγάλο ορίζοντα: δεξιά και αριστερά, βουνά  μπροστά μας, η έκταση της γης χαμηλώνει σε μια μεγάλη πεδιάδα που φθάνει ως τη θάλασσα• πέρα στο βάθος, κάτι σαν προμαχώνας,  είναι το Ναύπλιο° το Άργος βρίσκεται στην άλλη μεριά, δεξιά, κάτω από την ακρόπολή του.

 Ο δρόμος κατεβαίνει, προχωράμε αριστερά μέσα σε πράσινα στάχυα, ένας χωρικός κραυγάζει κατάρες γι’ αυτό το κακούργημά μας.  Συνεχίζουμε το προσπέρασμα μιας τούρλας, μπροστά μας απλώνεται ένας μικρός τοίχος χτισμένος με κυκλώπειες πέτρες, στρίβουμε και μπαίνουμε σε ένα είδος μικρού δρόμου ή διαδρόμου που έχει από την κάθε πλευρά έναν κυκλώπειο τοίχο.

Λιοντάρια των Μυκηνών. – Στο βάθος, ακουμπώντας πάνω στην υπέρυθρο δοκό (μονόλιθος που ακουμπάει πάνω σε δύο άλλους, όπως τα τρίλιθα της Βρετἀνης), φαίνονται τα δύο περίφημα λιοντάρια:  γλυπτική βαριά, αλλά δυναμική• και τα δύο λιοντάρια έχουν, στη θέση του ταρσού, στρογγυλούς κρίκους ή δακτυλίους° η ουρά είναι δυνατή,  υποδηλὡνεται η τελευταία από τις νόθες πλευρές.

 Μυκήνες. – Πρασινάδα και σταχτιές πέτρες πάνω σ’ ένα βουναλάκι ανάμεσα σε δύο λόφους σε σχήμα περίπου πυραμίδας, πολύ ψηλότερους. 

Λίγο πιο χαμηλά, 0 θησαυρός των Ατρειδών, υπόγειο κτίσμα, σε σχήμα χωνιού πολύ ανοιχτού, έργο κυκλώπειο. Μια πύλη και, πάνω από την πύλη, ένα άνοιγμα σε σχήμα πυραμίδας πάνω στις ίδιες τις πέτρες που είναι λαξευμένες: το μνημείο αυτό είναι πολύ μεγάλο και πολύ εντυπωσιακό. Στο πλάι, δεξιά μπαίνοντας, ένα υπόγειο δωμάτιο πιο μικρό, λαξευμένο στον βράχο. Οι τοίχοι του Θησαυρού έχουν τρύπες στην πάνω άκρη της κάθε πέτρας, σαν να είχαν επένδυση από μεταλλικές πλάκες.

 Ο δρόμος κατεβαίνει, η πεδιάδα απλώνεται μπροστά του, αριστερά• τα βουνά που την ορίζουν από αυτή την πλευρά μας τα κρύβει η ομίχλη° δεξιά, βουνά πιο κοντινά στις πτυχές τους υπάρχουν χιόνια. Διασχίζουμε ένα ποτάμι σ’ ένα πέραμα, όπου βλέπουμε τον έποχθο του τόξου μιας γκρεμισμένης γέφυρας.

 Ο ήλιος διαπερνά τα σύννεφα, υποχωρούν στις δύο πλευρές και τον αφήνουν σκεπασμένο με μια διάφανη λευκότητα που τον θαμπώνει° ο ουρανός, μαύρος αριστερά, γίνεται βαθυγάλαζος πολύ απαλός, με όγκους πιο σκοτεινούς σε ορισμένα σημεία°  το γαλάζιο έχει έναν τόνο φαιόλευκο που σβήνει μέσα του. Οι όγκοι διαλύονται, το γαλάζιο διατηρεί ολόγυρἀ του μικρά άσπρα σύννεφα απλωμένα• πίσω από την ακρόπολη του Άργους, δεξιά, κοντά μας αλλά και πάνω στην κωμόπολη, ένα μικρό άσπρο σύννεφο, σταχτερό. Το φως, καθώς πέφτει από δεξιά μου και σχεδόν κάθετα, φωτίζει παράξενα τον Φραγκίσκο και τον

Μαξ αριστερά μου, που διαγράφονται πάνω σε μαύρο φόντο, βλέπω την παραμικρή λεπτομέρεια του προσώπου τους πολύ καθαρά  το φως πέφτει πάνω στο πράσινο χορτάρι και θαρρείς πως απλώνει απἀνω  του ένα υγρό απαλό και ξεκούραστο,  ένα απόσταγμα από γαλάζιο  χρώμα.

 Πριν φθάσουμε στο Άργος, δύο μύλοι.

 ΑΡΓΟΣ,  μεγάλη κωμόπολη, δρόμος ίσως με πεζοδρόμιο στο πλἀι, καταστήματα με προστέγασμα, εμφάνιση τούρκικη, ένα καφενείο στην πλατεία με προέκταση της στέγης του.

Μένουμε σε ένα ισόγειο δωμάτιο, σε μιαν αυλή. Στη λασπωμένη αυλή, ένα γουρούνι σέρνει μια βέργα στην άκρη ενός σκοινιού.

27 Ιανουαρίου  –

Βγαίνοντας από το Άργος, στην πλευρά της ακρόπολης, απομεινάρια ενός υδραγωγείου,

η γραμμή του απλώνεται πάνω στο βουνό στη μέση της πλαγιάς  της ακρόπολης,  ένα άσπρο σπίτι.

Ερείπια τω θεάτρου, με πλάτη στο βουνό: τα σκαλιά είναι μικρά, το θέατρο πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο• στις δύο πλευρές των κερκίδων, δύο χωμάτινες προεκτάσεις.

Υπάρχουν ακόμη δύο μικρές λοξές σκάλες σε όλο το μήκος των κερκίδων, αρχίζουν από κάτω και ανεβαίνουν.

Δίπλα στο θέατρο, πίσω από το αριστερό βουναλάκι, άλλες κερκίδες: θα ήταν, μάλλον, σκαλιά για να μπορέσει να φθάσει κανείς σε κάποιο κτίσμα ψηλότερα που χάθηκε. Κοντά στα ερείπια του θεάτρου, απομεινάρια μιας εκκλησίας από πέτρα και αμμοκονίαμα με επένδυση τούβλινη, κατασκευή βυζαντινή.

Ο δρόμος συνεχίζεται στην πεδιάδα (βλέπωμε πολύ καθαρά το Ναύπλιο αριστερά) ως έναν αγκώνα όπου υπάρχει μια σπηλιἀ στον βράχο• ένα μεγάλο ρυάκι βγαίνει στο σημείο αυτό• στην εσωτερική παρειά του βράχου, ένας σταυρός ζωγραφισμένος: είναι ένα ελληνικό εκκλησάκι.

Μπαίνουμε στο βουνό, όπου βαδἱζουμε για τέσσερις ώρες, μπαίνουμε και βγαίνουμε διαδοχικά στα σύννεφα.

 Παντού η άγονη γη είναι γεμάτη μικρές τούφες από βαλανιδιές νάνους. Μερικές φορές ανακαλύπτουμε, στη μέση μιας μακρόστενης λαγκαδιἀς, μια σειρά από υψώματα που την γεμἱζουν° υπἀρχουν μεγάλες απότομες πλαγιές πρασιἀς. Μία ώρα πριν φθάσουμε στον σταθμό, περπατούμε σ’ έναν καινούργιο δρόμο, απαίσια κατασκευασμένο, με στροφές που θαρρείς πως τις φαντἀστηκαν για να γκρεμοτσακίζονται τα αμάξια.

 Απόγευμα μελαγχολικό και βροχερό, σκάω κάτω από το αδιάβροχό μου, που πρέπει ωστόσο να το φοράω γιατί αλλιώς θα βραχώ ως το κόκαλο. Ο Φραγκίσκος μας φροντίζει, τρώμε υπερβολικά στα γεύματα για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κακοκαιρία: γεύμα με παχιά σούπα, ψητό, ψάρι, κοτσύφια, βραστἀ δαμάσκηνα. Σύκα και αμύγδαλα, ένα μπουκάλι κρασί της Σαντορίνης.

 Μένουμε σε ένα χάνι, το αγκαθωτό ξύλο από τις βαλανιδιές νάνους καίγεται στην εστία, τα πράγματά μας στεγνώνουν ολόγυρα° ακούω από κάτω τα άλογα να τρώνε στο παχνί. ‘Ένα παιδί μας φέρνει ξύλα, ο Μαξ είναι ξαπλωμένος• πολύ φοβάμαι πως τα καημένα τα ζώα μας δεν θα μπορέσουν να μας πάνε ως την Πάτρα, φαίνονται καταπονημένα από τώρα.

Αχλαδόκαμπος. ώρα 8 ω βράδυ

Τρίτη 28 – Κατεβαίνουμε στην πεδιάδα• πέντε λεπτά αφού ξεκινήσαμε, βλέπουμε το χωριό Αχλαδόκαμπος πάνω από μας στην πλαγιά του βουνού, να απλώνεται κλιμακωτά δεξιά μας.

 Για μισή ώρα, η πεδιάδα κυκλωμένη βουνά απ’ όλες τις μεριές• ο δρόμος στρίβει αριστερά και μπαίνουμε σ’ ένα στενό φαράγγι ανάμεσα σε δύο ψηλά βουνά, σαν ένα τεράστιο ελικοειδές χαντάκι° ο δρόμος, καρφωμένος στη δεξιά πλαγιά του βουνού, στενός και δύσκολος, ανηφορίζει με πολύ απότομη κλίση. Πάνω από τα κεφάλια μας βλέπουμε χωρικούς σκεπασμένους με άσπρες κάπες, με άλογα φορτωμένα θάμνους από βαλανιδιές νάνους, που κατηφορίζουν. Ο δρόμος έχει πού και πού ένα μικρό θωράκιο από ξερολιθιά. Μπαἱνωμε στα σύννεφα, δεν βλέπουμε τίποτα εκτός μόνο την υγρή ομίχλη που μας κυκλώνει, κάνει κρύο. Περνάει δίπλα μας ένα κοπάδι από καμιά δωδεκαριά γυναίκες ντυμένες με κουρέλια• μοναδικός τους σύντροφος και προστάτης ένα παιδί 10 ετών, η ασχήμια τους όμως, και η βρομιά τους κυρίως, τις προστατεύει περισσότερο κι από ένα σύνταγμα δραγόνων. – ‘Ιχνη αρχαίου δρόμου. – Πάνω στο βουνό, αριστερά, ένα σπίτι, χάνι εγκαταλειμμένο  όσων ένα από τα άλογα με τις αποσκευές μας θέλει να μπει.

 Κατηφορἱζωμε για είκοσι λεπτά περίπου, και μονομιἀς βρισκόμαστε απροσδόκητα σε μια μεγάλη πεδιάδα λασπουριασμένη, όπου τα άλογά μας βουλιάζουν ως τους ταρσούς° οι άντρες μας προχωρούν ξυπόλητοι για να μην χάσουν τα παπούτσια τους. Αφού πλατσουρίσαμε σε αυτόν τον φρικτό χυλό για τρία τέταρτα της ώρας, ο δρόμος γίνεται σε ορισμένα σημεία ανεκτός° υπάρχουν αμπελοχὡραφα αριστερά.

Σταματάμε για ένα λεπτό στο χωριό Αγιωργίτικα, είναι μόλις 10 η ώρα. Συνεχίζουμε, περνάμε ένα ποτάμι με μεγάλες όχθες άμμου, πεδιάδα ενιαία…

One thought on “Ταξίδι στην Ελλάδα του 1850, Gustave Flaubert

Comments are closed.