Το Ιστορικό Παρελθόν του Λιμένα Ναυπλίου

Το Ιστορικό Παρελθόν του Λιμένα Ναυπλίου

(Αναδημοσίευση)

ΛΙΜΑΝΙ ΝΑΥΠΛΙΟΥ – Γαλλική κορβέττα και Ελληνική σακολέφα στο λιμάνι του Ναυπλίου 19ος αι

(Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου)

«Γύρω στο 300 π.Χ., η Ακροναυπλία κατά το δυτικό της τμήμα θα οχυρωθεί με ισχυρά πολυγωνικά τείχη, λείψανα των οποίων διακρίνονται στις μεταγενέστερες οχυρώσεις και περιέκλεισαν ελληνιστικό οικισμό, δυστυχώς με λίγα ανασκαφικά ευρήματα. Ο Παυσανίας στα μέσα του β΄ αιώνα μ.Χ. θα τη βρει ερειπωμένη και γενικά τα ευρήματα από την περίοδο της αρχαιότητας είναι ελάχιστα. Το λιμάνι που εξυπηρετεί το Άργος είναι το Τημένιο… Το λιμάνι αυτό καταστρέφεται τον 6ο μ.Χ. αιώνα…» (ΕΜΠ, 2014).

«Η ύπαρξη οργανωμένου οικισμού εντοπίζεται στο κάστρο της Ακροναυπλίας περί τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., οπότε και χρονολογείται η πρώτη φάση των τειχών του κάστρου…. Σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, το Ναύπλιο αποτελούσε έναν μικρό συνοικισμό, που από τον 7ο αι. π.Χ. κατακτήθηκε από την πόλη του Άργους, αποτελώντας έκτοτε το επίνειό του» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

«Κατά τους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους το Ναύπλιο παραμένει μικρή πόλη… Στις αρχές του 10ου αιώνα σημειώθηκε καταστρεπτική επιδρομή στο λιμάνι της πόλης από τους Άραβες… Από τον 11ο αιώνα αρχίζει να αναδεικνύεται η πόλη του Ναυπλίου ως εμπορικό κέντρο» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους και ειδικότερα «στις αρχές του 11ου αιώνα αναβαθμίζεται πολιτικά και εμπορικά και οχυρώνεται η Ακροναυπλία. Τον 12ο αιώνα η πόλη γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της αναπτυσσόμενη μέσα στην Ακροναυπλία που αποκτά ισχυρές οχυρώσεις.

Το λιμάνι των βυζαντινών χρόνων διαμορφώνεται στο δυτικό άκρο της χερσονήσου». (ΕΜΠ, 2014).

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, «ο ηγεμόνας της Αχαΐας … Γοδεφρείδος Βιλλαρδουϊνος … πολιόρκησε το κάστρο και με την βοήθεια Βενετσιάνικων πλοίων από τη θάλασσα το κατέλαβε το 1212. Μετά από συμφωνία με τους κατοίκους της πόλης παραχωρείται στους Έλληνες το δυτικό μέρος της Ακροναυπλίας (“ρωμαίικο κάστρο”), ενώ το ανατολικό κατέχεται από τους Φράγκους (“φράγκικο κάστρο”)» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010). Κατά τον 13ο αιώνα «η κατοίκηση γίνεται μόνο εντός των τειχών. Πιθανώς στη βόρεια πλευρά της Ακροναυπλίας υπάρχει διαμόρφωση πρόχειρου λιμένα, στα αβαθή νερά του Αργολικού κόλπου» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

Κατά την 1η Ενετοκρατία, «η ασφάλεια που παρείχε στην κτήση της η Βενετία με τον παντοδύναμο στόλο της έδωσε τη δυνατότητα επέκτασης της πόλης εκτός του φρουρίου της Ακροναυπλίας, κάτω από το βράχο σε μια ελώδη λωρίδα στα βόρειά του, όταν η ανάγκη έγινε

επιτακτική με τη συγκέντρωση κατοίκων από άλλες ενετικές κτήσεις που κατελήφθησαν από τους Τούρκους, γύρω στα 1500. Η επέκταση της πόλης έγινε με την επίβλεψη Ενετών μηχανικών ειδικευμένων και έμπειρων σε επιχωματώσεις και πασσαλόπηκτες θεμελιώσεις, από τις κατασκευές στα κανάλια της πατρίδας τους» (ΕΜΠ, 2014).

Κατά την περίοδο αυτή, οι Ενετοί «προχώρησαν σε μία σειρά οχυρωματικών έργων και υποδομών, που κατέστησαν το Ναύπλιο σπουδαίο αστικό κέντρο της εποχής. Κυριότερο έργο αποτελεί η επέκταση της πόλης βόρεια του κάστρου της Ακροναυπλίας με τη δημιουργία της λεγόμενης κάτω πόλης, που ταυτίζεται με το σημερινό ιστορικό κέντρο. Η επέκταση έγινε με τεχνητές προσχώσεις και θεμελιώσεις σε ξύλινους πασσάλους, καθώς η περιοχή ήταν ελώδης. Η κάτω πόλη ενισχύθηκε με τείχη και προμαχώνες». Χαρακτηριστικό είναι ότι το βόρειο τείχος ακολουθούσε τη σημερινή Λεωφόρο Αμαλίας (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010). Με άλλα λόγια, επιχωματώθηκε η αβαθής λιμνοθάλασσα της βορειοανατολικής πλευράς της Ακροναυπλίας και σχηματίσθηκε η κάτω της Ακροναυπλίας πόλη (Δημόπουλος, 2010,σ. 130).

«Το 1471… οχυρώνεται η βραχονησίδα Άγιος Θεόδωρος για έλεγχο της εισόδου στο λιμάνι της πόλης (καστρονησίδα Μπούρτζι)» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010). Στην εποχή της 1ης Ενετοκρατίας, και παράλληλα με την οχύρωση της νησίδας Μπούρτζι, είχε κατασκευασθεί με ογκολίθους ένας βραχίονας εντός της θαλάσσης, «εις τρόπον ώστε μεταξύ του άκρου αυτού και του επιθαλασσίου φρουρίου αφήνετο στενή  είσοδος. Έσωθεν του βραχίονος τούτου ήτο ο εσωτερικός λιμήν του Ναυπλίου, ένθα εισήρχοντο μικρότερα πλοία και εφόρτωνον και εξεφόρτωναν τα εμπορεύματα. Ο εσωτερικός ούτος λιμήν ήτο ασφαλής και εκ των ανέμων και εκ των πειρατικών επιδρομών, διότι … η μικρή είσοδος αυτού απεκλείετο την νύκτα δι’ αλύσεως εξ ου και απεκαλείτο κοινώς … και Porto Catena», δηλ. λιμάνι της αλυσίδας. Όταν ο βραχίονας αυτός καταστράφηκε από τα κύματα, κατασκευάστηκε το 1868 νέος λιμενοβραχίονας που υπήρχε μέχρι πρόσφατα (Δημόπουλος, 2010,σ. 129).

Κατά την 1η Τουρκοκρατία, το Ναύπλιο παρέμεινε σημαντικό εμπορικό κέντρο, λόγω του ευρύχωρου και ασφαλούς λιμένα του, που συνδεόταν με την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξάνδρεια και τη Βενετία (Δημόπουλος, 2010, σ. 161). Βέβαια, όταν ο Φραγκίσκος Μωροζίνης ηγήθηκε επίθεσης κατά του Ναυπλίου, προτίμησε να αποβιβασθεί στο σημερινό Τολό (Porto di Rogdi) (Δημόπουλος, 2010,σ. 177).

Ακολουθεί η περίοδος της 2ης Ενετοκρατίας, κατά τη διάρκεια της οποίας γίνονται μεγάλα οχυρωματικά έργα. Μεταξύ άλλων κατασκευάζεται ένας «αποσπασμένος» προμαχώνας «στη μέση της θάλασσας δεδομένου ότι επεκτάθηκαν οι επιχώσεις έξω από τα παραθαλάσσια τείχη». Όμως, «το σημαντικότερο έργο αυτής της περιόδου … είναι η σύλληψη και κατασκευή του φρουρίου Παλαμηδιού» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

François Dubuisson, 1699, καΐκια, βενετσιάνικες γαλέρες και δίκροτα ενετικά πολεμικά πλοία στο λιμάνι του Ναυπλίου

(Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου)

Στην 2η Ενετοκρατία, «με την πάροδο του χρόνου οι προσχώσεις στην κάτω πόλη συνεχίζονταν και εκτός των βορείων τειχών προκειμένου  να αυξηθεί η οικιστική ζώνη. Έτσι διαμορφώθηκε, άγνωστο πότε ακριβώς, η Συνοικία του Γιαλού, στη σημερινή περιοχή της ενορίας του Αγίου Νικολάου, από τη λεωφόρο Αμαλίας έως την οδό Μπουμπουλίνας» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

Το Παλαμήδι οχυρώθηκε μετά από μελέτες που συντάχθηκαν με εντολή του Μωροζίνη με τους τελευταίους κανόνες της οχυρωματικής τέχνης (Δημόπουλος,2010, σ. 187). Το λιμάνι είναι φημισμένο για την ασφάλεια του την οποία επαινεί το 1690 και ο Ενετός Γενικός Προβλέπτης (Proveditor) Κορνέρ.( Δημόπουλος, 2010,σ. 209) και λίγο αργότερα ένας Γάλλος περιηγητής (Δημόπουλος, 2010, σ. 210). Το ίδιο συμβαίνει και πολύ αργότερα, τον 18ο αιώνα, όταν ένας Ολλανδός πλοίαρχος, μετέπειτα ναύαρχος του Ναπολέοντα, εκθείασε τόσο το λιμάνι, όσο και γενικότερα την οχύρωση του Ναυπλίου και το νεώριο (Δημόπουλος, 2010.σ. 260-4).

Στο λιμάνι αναφέρεται το 1816 και ο Γάλλος περιηγητής Πουκβίλ, που επισημαίνει τη βαθμιαία συσσώρευση ιλύος στον πυθμένα, όπως και ο μεγάλος ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης (Δημόπουλος, 2010, σ. 268) και  σ. 273 αντίστοιχα). Είναι φανερό ότι  κατά την 2η Τουρκοκρατία, σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών, «το λιμάνι είχε περιέλθει σε αχρηστία» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

Μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα «το 1867 κατεδαφίστηκαν τα θαλάσσια τείχη για την διάνοιξη της σημερινής Λεωφόρου Αμαλίας. Το 1894-5 κατεδαφίζονται τα τείχη ανατολικά της πόλης και επιχωματώνεται η τάφρος για τη δημιουργία σιδηροδρομικού σταθμού» (Βασιλείου και Μπουντούρης, 2010).

Για τη σημασία του λιμανιού στον 20ό αιώνα, χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται στη  Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (1928):

Λιμάνι Ναυπλίου 1920

(Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου)

«Η εμπορική κίνησις διενεργείται κυρίως δια του λιμένος, όστις δύναται να περιλάβη περί τα 600 πλοία. Πλην των καθ’ ημέραν καταπλεόντων εις τον λιμένα πλοίων συγκοινωνίας του Αργολικού, καταπλέουσιν εκάστοτε πλείστα υπό ξένας ιδίως σημαίας φορτηγά, είτε προς εκφόρτωσιν ξυλείας, είτε δια την φόρτωσιν καπνών, σταφίδας κ.λπ.  Υπάρχουσιν επίσης 32 αλιευτικά πλοιάρια με πλήρωμα 106 ανδρών».

Λιμάνι Ναυλίου 1928

(Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου)

Για τον «υφαλολιμένα» Ναυπλίου, στην ίδια εγκυκλοπαίδεια αναφέρονται τα εξής:

«Τα βάθη του υφαλολιμένος, εκτεινομένου 400 μ. από Δ. προς Α. και επί 180 από Β. προς Α. ποικίλλουν μεταξύ 18 και 21 ποδ., ενώ τα του περί αυτόν μη εκσκαφέντος βυθού είναι κατώτερα των 10 ποδών. Το στόμιο του υφαλολιμένος ευρίσκεται μεταξύ της νησίδος Μπούρτζι και του ακροχηλίου του κυματοθραύστου , εγγύτερα δε προς το δεύτερον».

Λιμάνι Ναυπλίου, το ΠΙ

(Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου)

Σύμφωνα με την ΕγκυκλοπαίδειαΠάπυρος – Larousse – Britannica( 2006) αν και «η οικονομία της πόλης στηριζόταν παλιότερα στο λιμάνι της, που παρουσίαζε αξιόλογη επιβατική και εμπορευματική κίνηση», «σήμερα η επιβατική κίνηση έχει σταματήσει, αλλά το λιμάνι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την εξαγωγή νωπών και μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων».  

Χαρακτηριστικό ιστορικό στοιχείο στην ιστορία του λιμανιού είναι και η βύθιση συμμαχικών πλοίων στο λιμάνι και στην Αρβανιτιά από γερμανικούς βομβαρδισμούς τον Απρίλιο 1941 (βλ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και 2ο Γυμνάσιο Ναυπλίου, «Το δικό μας Ναύπλιο»).

 

http://masterplan.participation.gr/index.php/to-limani/istoriko

Πηγές

Βασιλείου, Α. και Κ. Μπουντούρης, Ναύπλιο: Σημείωμα για την ιστορική εξέλιξη της πόλης. 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Άργος, 2010.

Δημόπουλος, Θ., Ιστορία του Ναυπλίου. Τόμος Α’. Δήμος Ναυπλιέων, 2010.

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Larousse – Britannica, Εκδοτικός Οργανισμός «Πάπυρος». Αθήνα, 2006

ΕΜΠ (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Σχολή Αρχιτεκτόνων), Ανάδειξη – αξιοποίηση παραλιακής ζώνης Ναυπλίου – Κιβερίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα, Β.1 φάση, Αύγουστος 2014.

Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και 2ο Γυμνάσιο Ναυπλίου. Το δικό μας Ναύπλιο. Βλ.

<http://local.e-history.gr/pages/viewpage.action?pageId=8487150>

[Πρόσβαση 8 Μαρτίου 2015].

Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια,..: Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε. (λήμματα «Ναύπλιον» και «Ναυπλίου υφαλολιμήν». Έκδοσις Δευτέρα, Αθήνα 1928.