Ο ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΟΙ … ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ – Α’ μέρος- ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΠΛΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΠΛΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην τοπική εφημερίδα ΝΑΥΠΛΙΑΚΗ ΗΧΩ το 1930.

Ο ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΟΙ … ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ

Α’ ΜΕΡΟΣ

Υπηρετούσε προ χρόνων πολλών στ’ Ανάπλι ό γνωστός σ’ όλους τους παληούς ένωματάρχας Γιάννης Σταθόπουλος, ένας αληθινός τύπος  Ελληνικής λεβεντιάς. Ανάστημα πρώτο μπόι κι’ ακόμα καί διάπλασι τελείως ανάλογη, στήθη, ώμοι, μέση, χέρια· πόδια όλα κανονικά. Μορφή άντρίκια, στολισμένη μ’ ένα τετράπαχο καστανό μουστάκι. Τό ντύσιμό του ήταν πάντοτε κομψό, μέ τή βαθυκύανη παλαιά στολή τής χωροφυλακής, μέ τά κάτασπρα κορδόνια καί τά πλατειά τρία γαλόνια του. Τά περισσότερα χρόνια τής υπηρεσίας του τά έζησε στ’ Άνάπλι. όπου είχε γίνει συμπαθητικός τύπος γιά τή λεβεντιά του και τόν αγαθό καί πράο χαρακτήρα του Ήταν όμως καί γλεντζές καί άρεσε νά δημιουργή καί διάφορες φάρες και νόστιμα έπεισόδια.

Κατά τήν ίδια εποχή πού ό Γιάννης ήταν στή άκμή του καί στις δόξες—έσπούδαζε στο Γυμνάσιο τ’ Άναπλιού καί ένας νέος καλόγερος, 22—25 χρόνων. Καλό παιδί ό καλόγερος φερότανε κόσμια καί σεμνά όπως άλλως τε έπρεπε καί στό σχήμα του. Τακτικός στά μαθήματα του καί ταχτικώτερος στής άλλες ώρες τής άναπαύσεως. Μετά τό μάθημα, ενας μικρός περίπατος κατά τό βραδάκι, έπειτα φαί σ’ ένα μικρό μαγέρικο τ’ Άναπλιού καί κατ’ εύθείαν μετά στή φτωχική του κάμαρη γιά διάβασμα.

Ο διάβολος όμως πώχει πολλά ποδάρια, μεταμορφώθηκε μιά βραδιά σέ λεβέντη ένωματάρχη κ’ ήλθε νά ταράξη τήν ήσυχη ζωή τού νέου μας Καλογέρου καί νά άναγκάση, τόν άτυχο, ν’ άφήση σιή μέση τά μαθήματα του καί τά φυγή κακήν κακώς άπ’ Ανάπλι.

 

Ενα βράδυ, τήν ώρα πού φθάνουν στό λιμάνι  τ’ Άναπλιού τά βαπόρια άπ’ τόν Πειραιά ό καλόγερός μας καθώς πήγαινε νά δειπνήσει κατά τή συνήθειά του στό παραλιακό μικρό μαγεριό, διεκρινε στό λυχοφώς τού στενόδρομου έναν άλλον Ιερωμένον που ερχότανε κατ’ ευθείαν απάνου του. Δέν είχε κάνει λίγα βήματα πρός αύτόν ό συνάδελφός του, όταν άφησε κραυγήν χαράς, άνανγωρίζοντας τόν άλλον νεαρόν επίσης καλόγερον, παιδικόν του φίλον, που έμενε στό μοναστήρι ένος νησιού τού Άργολικού. Αγκαλιάστηκαν, έφιλήθηκαν έζήτησαν σύντομα πληροφορίας γιά τό σχοπό τού ταξειδίου τού μουσαφίρη, έδόθησαν αί σχετικαί απαντήσεις καί σέ λίγο οί δύο νεαροί ιερωμένοι έκαθόντουσαν στό μαγέρικο, έτρωγαν μαζύ καί έλεγαν τά παληά των καί τά νεώτερά των. όταν, … είσήλασαν μέσα

ο Γιάννης ό Σταθόπουλος.

‘ΟΈνωμοτάρχης έκαλησπέρισεν όλους τους πελάτας τού μαγέρικου, ιδιαιτέρως δέ τόν καλόγερό μας, πού τόν έγνώριζε.

Καλησπέρα. διάκο. Καλώς τά δέχτηκες,. έννοών τόν νεοφερμένον συνάδελφόν του

Καλησπέρα, κυρ-Γιάννη,άπάντησε σεμνά ό καλόγερος. Καί γιά νά δείξη ίσως στό συνάδελφό του τής γνωριμίες τ’ Άναπλιού και μάλιστα στό πρόσωπον τού γίγαντα καί έπιβλητικού έκείνου Ενωμοτάρχη,του είπε…

—Κοπιάστε, κυρ-Γιάννη, κοπιάστε, νά σας προσφέρουμε κάτι…

 

Ό Γιάννης δέν ήταν δύσκολος στής προσκλήσεις. άλλως τε παπάδες καί χωροφύλακες, καίτη τρώγοντας, έν τούτοις δέν ξεχωρίζουν. Έδέχθηκε λοιπόν άμέσως την πρόσκληση καί έστρογγυλοκάθησε. Έγιναν αί συστάσεις μέ τόν νεόφερτο καλόγερο, παρηγγέλθηκε  αμέσως τό σχετικό κατοσταράκι καί η συζήτησις, πού έπεξετάθη έπι διαφόρων θεμάτων για την πόλι, γιά τούς κατοίκους κλπ, έξηκολούθη ο Γιάννης, μάλιστα, παράλαβε αυτός το λόγο καί άρχισε τής άτέλείωτες χωροφυλακίστικες ίστορίες του. Ό μουσαφίρης καλόγερος έκρεμότανε άπο τά χείλη τού Ενωμοτάρχου· ό όποιος, όπως είπαμε, έπεβάλετο μέ το πελώριο άνάστημά του και τά άδρά χαρακτηριστικά του, άλλ’ ήταν συγχρόνως και τεχνίτης στής αφηγήσεις καί τερατολόγος πολλές φορές. Επακολούθησε καί δεύτερο κατοσταράκι, ίσως και τρίτο, όταν ό Γιάννης έσκέφθηχε ότι θα πέρασε η ώρα και είπε πώς θα φάη κάτι μαζύ μέ τούς καλογέρους, γιατί έν τω μεταξύ θά είχε χάσει καί τήν ταχτικήν παρέα του. Η πρότασίς του έγινε δεκτή με μεγάλη εύχαρίστησι. “Έφαγε μαζύ τους, παράγγειλαν, στό διάστημα, καί άλλα κατοσταράκια στό πράγμα τραινάρισε τόσο, ώστε τά μάτια τών νεαρών καλυγέρων άρχισαν νά σπινθηροβολούν λιγάκι.—

 

Ο Ενωμοτάρχης έπλήρωσε στό τέλος όλοκλήρο το λογαριασμό, παρά τις διαμαρτιρίες τού φιλοξενούντος καλόγερου, καί έπειδή όλες οί παρέες είχαν φύγει πιά καί ό μαγαζάτορας άρχισε νά σφαλάη τής πόρτες τού μαγέρικου, εσηκώθη κ’ ή συντροφιά τών δύο καλόγερων και τού Γιάννη γιά νά φύγη κι’  αυτή.

 

Οταν βγήκαν στό δρόμο, ό Ενωμοτάρχης έπρότεινε νά πάρουν ένα καφέ σ’ ένα άπό το έρημικα καφενεία της παραλίας «έτσι γιά να πάνε καί τό μουσαφίρη στό ξενοδοχείο του». Ό φουκαράς ό μαθητής καλόγερος μέ τρόμο άκουσε τήν πρότασι, γιατί φοβότανε μήπως   τόν πάρη το μάτι κανενός απ’ τούς καθηγητάς του. Ισως, ό άραχλος, νά προεμάντευε τά σημάδια καί τό κακό πού θα τού εύρισκε.

 

Ό Σταθόπουλος όμως δεν έδεχόταν άντιρρήσεις.

 

        Α! θά πάμε, τούς είπε, μή φοβόσαστε τίποτα! όλα άπάνου μου!

 

Και έπρόσθεσε, χαΐδεόντας τής μουστάκες του.

 

—Τι διάβολο, άπαγορεύεται να πιουν κι’ ένα καφέ οί παπάδες;

 

Γιά νά μή τά πολυλογούμε οί νεαροί Ιερωμένοι, τή συνεργεία τού διαβόλου, τών κατοσταρακίων και περισσότερο τής έγκαρδιόσεως, εύρέθηκαν σέ λίγο στόν παληό παραλιακό καφενέ τού «Κουτσαϊτη». Ηταν πράγματι ήσυχο καί άπόμερον τό καφενείο καί σύχναζαν σ’ αύτό κυρίως καΐξίδες καί άλλοι ντόπιοι νοικοκυραΐοι άπ’ τή κάτου τάξι, οί όποιοι ροφούσαν τό ναργιλέ τους, παίζοντας καί καμμιά κολιστίνα ή σκαμπίλι. Τό καφνείο αυτό έμενε άνοιχτό όλη τή νύχτα καί τις πρωινές ώρες δεχότανε τούς ξενύχτιδες καί τούς γλετζέδες τ’ Άναπλιον.

 

Ή παρέα μας παραγγειλε τούς καφέδες τους, ό Ενωμοτάρχης επί πλέον τό ναργιλέ του κ’ η συζήτησις  «επί πολλών καί διαφόρων” προχωρούσε. Ό νεώτερος καλόγερος, ο μουσαφίρης, τότε γιά ν’ άντατοδώση στο Γιάννη τη περιποίησι, παράγγειλε έπειτα απ’ τους καφέδες καί από ένα κονιάκ! Αυτό ήτο τό “κράκ” τού διαβόλου! Ό Σταθόπουλος σαν νά ήλεκτρίσθη, σαν νά τόν φώτισε τό άγιο πνεύμα, ή καλλίτερα συντάγματα άπ’ τή ταξιαρχία τού Εωσφόρου, πήδησε άπ’ τήν καρέκλα του ένθουσιασμένος.

 

Περίληψις Προηγούμενου Ή παρέα των δυο καλογέρων καί τού Ενωματάρχου, μετά γεναίαν κρασοκατάνυξιν στό παραλιακό μαγέρικο, πηγαίνει στό καφενείο τού Κουτσαΐτη για νά πάρη τόν καφέ της. Έκεί ο μουσαφίρης καλόγερος, για να ανταποδώση στό Γιάννη Σταθόπουλο την περιποίησι, παράγγειλε έπειτα άπ’ τούς καφέδες καί από ένα κονιάκ! Αύτό ήταν το «κράκ» τού διαβόλου! Ό Σταθόπουλος, σαν νά ήλεκτρίσθη σαν νά ένεπνεύσθη, σαν νά τόν φώτισε τό Αγιο Πνεύμα, ή καλλίτερα συντάγματα άπό την ταξιαρχία τού Εωσφόρου, πήδησε άπ’ τη καρέκλα του ένθουσιασμένος:

 

— Μωρέ, τί κονιάκ μου τσαμπουνά!… Μου ‘βαλες μια φίνα ιδέα!…. Έδώ δίπλα είναι ένα ταβερνάκι πρώτης τάξεως. Ησυχο, δικό μου και κρασί μετάδοσι…

 

ΜΠάλσαμο θανε αύτη την ώρα… Πάμε νά σάς δώσω στο πόδι ένα κατοσταράκι, κι έπειτα ύπνο, γιατί έχω κ’ υπηρεσία…

 

Οι καλόγεροι στριφογύριζαν στις καρέκλες τους καί κοίταζαν πιά τόν Γιάννη με κάποιο αόριστο συναίσθημα φόβου και τρεμούλας. Μά ό Σταθόπουλος, « άμ’ έπος άμ, έργον », είχε στό μεταξύ πληρώσει και παρασύρει τούς άτυχους Ιερωμένους στοy «Κοργηού». Ετσι λεγότανε ό νοικοκύρης τής ταβέρνας. «Ό Κορηός!!.” Γνωστό κρασί καί φρέσκη, φρεσκοτηγανισμένη μαρίδα!…..

Ο Κορηός είχε κλείσει τις πόρτες τού μαγαζιού του, άλλα η λάμπα μέσα έφώτιζε, δείγμα ότι «τω κρούοντι άνοιγήσεται» καί πολύ περισσότερο οταν τό χτύπημα ήταν άπο σταθί χωροφυλακίστικο.

Πρώτος εμπήκε ό πελώριος Ενωματάρχης,  τόν ακολούθησαν αμέσως δειλοί καί «κάτω νεύοντες» οί καλόγεροι μας. Η πόρτα ξανάκλεισε καί ό Γιάννης διέταξε τον νυσταλέον Κορηόν νά φέρη ένα κατοσταράκι:

 

—Έτσι στό πόδι, βρέ Κορηέ, για νά τ’ άγιάσουν οί παπάδες, βρε!…

Αμέσως, κυρ Γιάννη μου…..τού άπήντησε χαμογελώντας ό πονηρός Κορηός καί έτρεξε να φέρη το κρασί.

Τό κατοσταράκι κατεπόθη μέχρι πάτου επί ποδός. Οί καλόγεροι έσπευσαν νά πληρώσουν παρακαλούντες νά φύγουν τό γρηγορώτερον,  άλλ’….. ο Γιάννης μέ κανένα τρόπο δέν δεχότανε:

 

—Τούτο είνε δικό μου, έγώ σάς έφερα…. έλεγε.

 

Οί καλόγεροι σαν άκουσαν τό «τούτο είνε  δικό μου», υποχρεωμένοι άπ’ τής περιποιήσεις τού Σταθόπουλου, έσπευσαν νά παραγγείλουν καί «τό δικό τους», όχι τόσο γιά τό κρασί, όσο για νά ξεμπερδέψουν τώρα πιά καί νά φύγουν. ‘Ο Κορηός, πού ήξερε καλά «τις ατιμίες» τού Γιάννη, κατάλαβε τό τί θά γίνη καί πού θά καταλήξη, καί προθυμοποιήθη να τον ύποβοηθήση:

 

— Δεν καθόσαστε, είπε. Δεσποτάδες μου; Είνε ντροπή για μένα νά στεκόσαστε όρθιοι!.., I Και…άπό δώ τούς έχουν τους καλόγερους, κι άπο κει τούς έχουν, άπ’ τή μια μεριά ό Γιάννης, άπ’ την άλλη ό Κορηός, τούς έστρογγυλοκάθησαν καί τά κατοσταράκια έρχόντουσαν….πυρ όμαδόν.

 

Οί καλόγεροι ήταν συνειθισμένοι στό κρασί — μια άπ’ τής πολλές αδυναμίες του ράσσου κι αύτό— μά ήταν όμως καί νέοι, «παιδιά». Έκτος άπ’ αυτό αλλάξανε καί τά κρασιά, ό Κορηός έφερε νέους μεζέδες, νέα κατοσταράκια άκολούθησαν τά όποια στό τέλος γινήκανε καί «μισές», όπόταν άκούστηκε, από μέρος κοντινό στη ταβέρνα του Κορηού, ό ήχος βολιού! Αυτό ήταν πιά το μοιραίο βιολί, πού οι δοξαριές του έμελλε νά συνοδέψουν τό πένθιμο έμβατήριο των καλογέρων…

 

Ό  Ενωματάρχης μόλις τ’ άκουσε άλλάλαξε  άπ’ ένθουσιασμό, άλλά συγκρατήθηχε χάριν του «σχήματος» τής παρέας. Τό «σχήμα» όμως περιέβαλε δυό νέους, παλληκαρόπουλα άνοικτόκαρδα, όλο ζωή καί νειάτα, τα όποια τή βραδυά εκείνη είχαν ευλογήσει υπέρ τό δέον όχι πιά «τήν άμπελον ταύτην» άλλα πολλάς αμπέλους τ’ Αναπλιού και τών περιχώρων.

Τό κρασί ήταν «στή βράσι του» καί «οί μισές» τώρα έ^όντονοαν ή μιά πάνου στην άλλη, ό Κορηός είχε γίνει παρέα. Η κοντή μυτίτσα του και τά παχουλά – φουσκωτά μάγουλά του έσταζαν ρετσίνι……..

Ο Ενωματάρχης είχε ξεκουμπωθή και «τά διακάκια” είχαν  βγάλει τά καπιλαύκια τους και τά είχαν άποθέσει ό μέν ένας στό κοντινό του ξύλινο κάθισμα με τη τρύπα στη μέση, ό δε άλλος, στο πλαγινό του βουτσί. Το βιολί — τό όποίον λησμόνησα νά πω, συνοδευότανε καί άπό λαγούτο — εξακολουθούσε πότε τον αμανέ του καί πότε χορούς ανατολίτικους και Ελληνικούς. Τότε γιά μιά στιγμή, άλλαξαν οί σκοποί αυτοί καί τό δαιμονισμένο βιολί έπαιξε ένα Βουλγαρικό χορό, «τό Βουργάρικο!” όπως τον λέγανε στ’ Άνάπλι. Αλλά, τή φορά αυτή, άκούστηκαν καί κρόταλλα καί γυναικείες φωνές πού συνόδευαν τό χορό! ….

Τά νειάτα δέν κρύβουνται., Οί νεαροί καλόγεροί μας, άμα άκοησαν τά κρόταλλα και τής θηλυκές φωνές, άστραψαν καί έριξαν το βλέμμα πρός το μέρος απ’ όπου ακουγόνταν ο ήχος τού «Βουργάρικου» καί τών γυναικείων ποδιών που έχτυπούσαν τόσο ρυθμικά.

 

—Το καφεαμάν του Γιαννακόπουλου είνε έδώ  δίπλα, είπε άφελέστατα ο Γιάννης,

 

— Ναι έχουμε καί κορίτσια στη γειτονιά μας, έψιθύρισε μειδιών ό Κορηός καί προσεκόμισεν νέαν «μισήν».

 

Η ταβέρνα τού Κορηού ήταν άπεναντι στο καφεαμάν του Γιαννακόπουλου. Μικρός, πολύ στενός δρόμος την έχώριζε άπ’ αυτό. Καί γι’ αύτό τό λόγο τά βιολιά καί τά τραγούδια άκούγονταν καλά, σάν νά έπαιζαν μέσα στη ταβέρνα.

Tagged