Η ΝΤΟΡΑ ΝΤ’ ΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ (1861)

Η ΝΤΟΡΑ ΝΤ’ ΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ (1861)

Ντόρα (Δώρα) Ντ’ Ίστρια, φιλολογικό ψευδώνυμο της Έλενας Γκίκα  υπήρξε Ρουμάνα, συγγραφέας του 19ου αιώνα και φιλελληνίδα, η οποία επισκέφθηκε την Ελλάδα και ειδικότερα το Ναύπλιο.

 

Η Ντόρα ντ’ Ίστρια επισκέφθηκε το Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1861, και οι εντυπώσεις της για την πόλη του Ναυπλίου αλλά και την ευρύτερη περιοχή, δημοσιεύτηκαν στο δίτομο έργο της “Excursions en Roumelie et en Moree” (Εκδρομές ανά την Ρούμελη και την Πελοπόννησο) το 1863.

“… Φεύγω από την Κόρινθο. Είναι μια κωμόπολη άθλια και φθάνω στην Αργολίδα , η οποία έχει το Ναύπλιο, μια από τις ωραιότερες και πλέον γραφικές πόλεις της Ελλάδας, που είχε την τιμή να είναι κάποτε η πρωτεύουσα του βασιλείου.

… Προχωρώ προς την Αργολίδα. Μακρυά η θέα είναι μαγευτική. Εκτείνεται στον Αργολικό κόλπο, ήρεμο και γαλανό σαν λίμνη, στα νησάκια του κόλπου και πέρα στην πόλη του Ναυπλίου και και στο φρούριο του Παλαμηδίου, το οποίο και ξεχωρίζει στο γαλάζιο του ουρανού.

… Λίγο έξω από το Ναύπλιο, ενώ ξεκουραζόμουν το μεσημέρι, οι χωροφύλακες, τους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση διέθεσε να με συνοδεύουν ως τιμητική φρουρά, άναψαν φωτιά για να ψήσουν σε μία σούβλα ένα αρνάκι και να μαγειρέψουν στη κατσαρόλα μία κότα που είχαν αγοράσει από το χάνι του Αχλαδοκάμπου. Σε λίγο μου έφεραν γλυκά και ένα θαυμάσιο καφέ. Δύο δεσποινίδες, στις οποίες οφείλω αυτές τις περιποιήσεις, με επισκέφθηκαν και μου πρόσφεραν μια ανθοδέσμη βασιλικών. Ο πατέρας τους καταγόταν από τα Ιόνια νησιά και από 35 ετών μένει μόνιμα στο Ναύπλιο, όπου γεννήθηκαν και αυτές. Είχαν πάει στην εξοχική τους κατοικία όπου εκείνη την εποχή μάζευαν την κορινθιακή σταφίδα που είχαν στα κτήματά τους στη Λέρνη (Μύλους).

     Η μία από αυτές, μελαχροινή με μεγάλα μαύρα μάτια, ήταν πολύ ωραία. Φορούσαν ψάθινα καπέλα με μεγάλα μπορ, σαν αυτά που φορούν οι ορεινοί κάτοικοι της Βέρνης. Επειδή δεν είχαν στο Ναύπλιο κανένα δάσκαλο πιάνου, οι δεσποινίδες είχαν μάθει βιολί, για να ικανοποιήσουν την κλίση τους στη μουσική και είχαν συνηθίσει να μιλούν στη γαλλική γλώσσα. Ο Δυτικός πολιτισμός τους προκαλούσε τον θαυμασμό και ένιωθαν ευχαρίστηση όταν σκέπτονταν ότι θα μπορούσαν να επισκεφθούν μέρη διαφορετικά από τα αυτά της Ανατολής.

    Σε λίγο φεύγοντας τα κοριτσόπουλα, μου μετέφεραν τους χαιρετισμούς της μητέρας τους και όταν επέστρεψαν στην έπαυλή τους μου έστειλαν λινά τραπεζομάντηλα και πετσέτες, ένα μεγάλο κλαδί γεμάτο πεπόνια, αχλάδια, σταφίδα κορινθιακή και κρασί. από τα σταφύλια τους.

  Πριν φύγω για το Ναύπλιο έκανα μία επίσκεψη στην ευγενική και φιλόξενη αυτή οικογένεια. Η μητέρα ήταν και αυτή αξιέραστος, όπως και οι κόρες της, με περιποιήθηκε και μου εξιστόρησε τις φροντίδες της για τα αμπέλια, και την αγωνία της για την αποξήρανση της σταφίδας από το φόβο της βροχής.***

   Όταν έφθασα στο Ναύπλιο … Νομαρχία Αργολίδος και Κορινθίας, δυσκολεύτηκα στην αρχή για να μπω στην οχυρωμένη πόλη.

  Το Ναύπλιο είναι κτισμένο πάνω σε μια μικρή χερσόνησο, η οποία χώνεται στο ανατολικό μέρος του Αργολικού κόλπου. Ένας ισθμός, κατειλημμένος από έναν απότομο βράχο, που δεν αφήνει παρά μία στενή δίοδο για να φθάσεις στην πόλη, συνδέει τη χερσόνησο αυτή με την ξηρά. Όταν έφθασα, όμως, η “Πύλη” ήταν κλειστή. Άφησα να γλιστρήσει κάτω από την Πύλη, η διαταγή του Υπουργού Στρατιωτικών που είχα. Ένας χωρικός κουβέντιαζε με τον στρατιώτη που φύλαγε σκοπός κάτω από την Πύλη.

  Ο Ταγματάρχης κύριος Κόκκινος, διοικητής του φρουρίου της Πύλης εντός ολίγου και με λεπτότατους τρόπους μου πρόσφερε τον βραχίονα του  για να με οδηγήσει μέσα από τους στενούς δρόμους της πόλης η οποία διατηρεί τις γραφικές ομορφιές της ενετικής εποχής και κυρίως με τη Φλωρεντία,όπου ζω τελευταία.

  Θα κατέλυα στο Νομάρχη Αργολίδας και Κορινθίας κ. Ροντόπουλο, αλλά η ώρα μου φάνηκε πολύ προχωρημένη για να πάω και να του δώσω το έγγραφο που μου είχε δώσει ο Υπουργός Εσωτερικών.

  Ενώ λοιπόν έμπαινα στο ξενοδοχείο που μου φαινόταν σχετικά άνετο, ο γιός της κ. Αντωνοπούλου ήρθε για να μου προσφέρει το σπίτι της μητέρας του για να καταλύσω. Το σαλόνι της κυρίας Αντωνοπούλου ήταν λαμπρότατο και επιπλωμένο με πολύ γούστο. Ήταν γεμάτο από κόσμο, δεσποινίδες κομψές με ευγενικούς τρόπους, και κυρίους περιποιητικούς, δεν έλειπε δε ούτε η κλασική γκουβερνάντα η οποία ήταν Γαλλοελβετίδα. Η γκουβερνάντα ήταν αφοσιωμένη με την μόρφωση της μικρής εγγονής της κ. Αντωνοπούλου.

  Ένα από τα αγόρια της οικογένειας είχε παντρευτεί τη δεσποινίδα Βασιλική Μπότσαρη, της οποίας τα μάτια πλημμύριζαν δάκρυα όταν της μιλούσα για την επίσκεψη που είχα κάνει στον τάφο του πατέρα της, Μάρκου Μπότσαρη, στην πλατεία του Μεσολογγίου.

  Έμεινα στο ευγενικό αυτό σπίτι πέντε ημέρες και καθημερινά έκανα απισκέψεις σε διάφορα μέρη της πόλης. Τα βράδια γίνονταν βεγγέρες στο σπίτι της κ. Αντωνοπούλου. Γύρισα όλη την Ρούμελη και την Πελοπόννησο και δεν περίμενα πως στη μικρή αυτή άκρη της Ελλάδας θα έβρισκα κόσμο που θα χόρευε λανσιέδες και καντρίλλιες, μου θύμιζε τους αυλικούς του Λούβρου …

 

…Ενώ γευμάτιζα, έφθασε με το ταχυδρομικό ατμόπλοιο ολόκληρη συντροφιά γνώριμών μου, την οποία κια προσκάλεσα στην εκδρομή προς την Τίρυνθα μαζί με την οικογένεια της κ. Αντωνοπούλου.

…Την επόμενη αναχώρησα από το Ναύπλιο γεμάτη από θαυμάσιες εντυπώσεις, τόσο για την ωραία πόλη όσο και για τους ευγενικούς κατοίκους της…

 

*** Σύμφωνα με το Δημόπουλο η οικογένεια που αναφέρεται η Ντόρα Ντ’ Ίστρια ήταν του Νικ. Μαράτου, ιατροχειρούργου, που είχε διατελέσει Δήμαρχος Ναυπλίου το 1854.

 

Περισσότερα για την DORA D’ ISTRIA ΕΔΩ