ΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟN ΚΑΤΑ ΤΟ 1828

ΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟN ΚΑΤΑ ΤΟ 1828

Ιστορικές Αναμνήσεις υπό Ν. Δραγούμη

Περιοδικό ΕΣΤΙΑ 26 Σεπτεμβρίου 1876

 

Ελαιογραφία από άγνωστο ζωγράφο, γύρω στο 1828. Μουσείο Μπενάκη

 

Κατά τον Απρίλιον του 1828 εισήλθομεν μετά τού Κυβερνήτου εις Ναύπλιον. Το Ναύπλιον ήτο πόλις όλως τουρκική αι μεν όδοί ήσαν στενα, ανώμαλοι και βορβορώδεις, αι δε οικία ξυλόκτιστο, πολύθυροι και πάντη άρρυθμοι. Αλλά και των κατοίκων ο βίος ήτο ώς και των λοιπών Ελλήνων ασιατικός. Ασιατικών δε λέγων δεν εννοώ τρυφηλόν, διότι όπου λείπει ή έπιούσιος τροφή, εκεί ή τρυφη άγνωστος άλλ’ ότι, πλην της ελληνομόρφου φουστανέλλας, πάντα τα λοιπά εγίνοντο ώς και επί Τουρκίας.

Εν τοις έργαστηρίοις οι πωληται εκάθηντο διεσταυρωμένοι τους πόδας κατά γης και, αναμένοντες εις μάτην αγοραστάς, έμύζων κατηφείς την άκραν του τσιμπουκίου αυτών. Επώλουν δε πέτρας πυροβόλων, πυρεκβόλα, σπάγγον, βελόνας, βάμμα, θειάφιον, πέτρας της κολάσεως και τα τοιαύτα, πάντα άσημα και πενιχρά.

Παρέκειντο δε και άλλα εργαστήρια, πολυτιμότερα και ποικιλώτερα έχοντα εξ ανάγκης τα έμπορεύματα, οίον παντοπωλεία, βαφεία και καφενεία, άτινα και πολλά ήσαν και πολλούς είχαν τους φοιτητάς διότι, πλην των πανταχόθεν μετοικησάντων εις Ναύπλιον ένεκα ασφαλείας, και των κηφήνων όσοι, ιλπνά μεν και βαρύτιμα πιστόλια φέροντες εις την ζώνην, καρδίαν δε φιλάρπαγος ή λαγωού κρύπτοντες εις τα στήθη, κατέκλυον την πόλιν γαυρώντες και σειόμενοι, συνέρρευσαν διά την παρουσίαν του Κυβερνήτου και πλήθος αγωνιστών έχόντων απαιτήσεις ή προτεινόντων δικαιώματα και άλλοι αδικηθέντες υπό ισχυρών και επικαλούμενοι δικαιοσύνην.

“Εκ δε των καφενείων δύο ή τρία έφημίζοντο έπι πολυτελεία, τά κατά την πλατείαν τής Πλατάνου, ώς δίδοντα πλην του μόνου ποτού, όπερ ώς πάντα τα λοιπά έκανε τα χείλη και επίκρανε τους λάρυγγας, και πούντσι και ναργιλέν διο τών εις ταύτα συνερχομένων ο αριθμός ήτο πολύς. Και ότε έκόπαζε τών αναρροφούντων χειλέων δ πάταγος, αι γλώσσα, διασπώσα τους χαλινούς, έκελάδουν μεγαλαυχείς τ’ ανδραγαθήματα τών μηδέποτε άνδραγαθησάντων, ή και ήγωνίζοντο νά ελαττώσωσι την αξίαν των άληθών ανδραγαθημάτων. Ένεκα δε τούτου ή έρις, αναφυομένη ζωηρά το κατ’ αρχάς, έξητμίζετο μετ’ ου πολύ ώς ο καπνός τών ναργιλέδων.

Και ή κατ’ οίκον δε δίαιτα μετείχε των πάλαι έξεων. Τα έπιπλα ήσαν σοφάδες, σιλτέδες, κουλτούκια, εφ’ών την μεν ήμέραν εκάθηντο, την δε νύκτα κατεκλίνοντο ούτε οικοδεσπότα και οι φιλοξενούμενοι. Αλλά και εξ αυτών ευάριθμοι ήσαν οι πλουτούντες, οι πολλοί δε ανάκλιντρον, κλίνην, προσκεφάλαιον και σκέπασμα είχομεν την αχώριστον καπόταν μετά των αχωρίστων αυτής συγκατοίκων. Tινές δε έπλούτουν και σοφρά γευόμενοι. Και ρόφημα μεν σπανίως παρετίθετο παρατιθέμενον δ’ ενίοτε εκ φασήλων, ερεβινθων ή φακής, κατεβρόχθιζον οι συνδαιτυμόνες, ουχί μετακενούντες εις ιδιαίτερα τρυβλία, άλλ’ εμβάπτοντες τα ξύλινα κοχλιάρια εις την περιέχουσαν αυτά πινάκαν. Ενίοτε δε, διά την έλλειψιν ικανού αριθμού κοχλιαρίων, διεπορθμεύοντο τα υπάρχοντα από του στόματος του έχοντος εις τα χείλη του απορούντος, Αι δε καθ’ ημάς καθέδρα ήσαν σχεδόν άγνωστοι και μόνον ότε αποκατέστημεν έν Ναυπλίω κατεσκεύασάν τινες χάριν τών φραγκοφορεμένων ξύλινα σκαμνία. “Οτε δε το 1831 Ιθακήσιός τις πλοίαρχος, άρχαίος φίλος τού έμού πατρός, έλθών έξ’ Ενετίας και ιδών την γυμνότητα της οικίας ήμών, παρεχώρησεν αυτώ αντί μετρίας τιμής έξι ψιαθίνους καθέδρας, ή φήμη της πολυτελείας διεδόθη πολύθρους ανά πάσαν την πρωτεύουσαν, και φθονούντες συνέρρεαν οι έγκριτώτεροι να θαυμάσωσιν αυτάς.

Αι δε οικία, διηρημένα προ της άλώσεως εις γυναικωνίτιδας και ανδρώνας, ήσαν μεν ώς έπι το πλείστον ευρύχωροι, αλλά και ερείπια. Κατέλυσε δε ο Κυβερνήτης έν τινι των ευπρεπεστέρων, τη του Εμμ. Ξένου, άνδρός πλουσίου και φιλοπάτριδος, πολλά μεν θυσιάσαντος υπέρ του αγώνος, αποχωρήσαντος δ’ έπι τέλους εις Τήνον, όθεν μετακαλέσασα ή Αντιβασιλεία ώνόμασε σύμβουλον της Επικρατείας μικρών όμως επέζησεν εις την δικαίαν ταύτην αμοιβήν.”