ΝΑΥΠΛΙΟΝ, του Πωλ Μωράν (Paul Morand) 1935

Ναύπλιον, η πόλις της ιστορίας, της δόξης, της γοητείας, της χάριτος

εντυπώσεις του Γάλλου συγγραφέως Πωλ Μωράν*

δημοσιεύτηκαν στις 13/10/1935 από την τοπική εφημερίδα “Ναυπλιακή Ηχώ.

Πηγή Παλαμήδης, (Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου)

Ο Πώλ Μωράν, πού δεν άγνωστος στήν Ελλάδα, λογίζεται από τους μεγαλειτέρους συγχρόνους Γάλλους συγγραφείς, που περιέγραψαν με τέχνη καί αλήθεια τήν κοσμοπολίτικη ζωή.  Τά βιβλία του, προϊόντα των διαφόρων ταξειδιών του, έχουν καταπληκτική επιτυχία καί κάνουν πάντα μεγάλη έντύπωση στό κοινό πού γυρεύει νά βρη στά έργα των μοντέρνων συγγραφέων καινούργειες εντυπώσεις.— Ο Μωράν επεσκέφθη πρό καιρού τό Ναύπλιον μαζύ με άλλους Γάλλους διανοουμένους. Τάς τόσον κολακευτικάς καί εξυμνητικάς διά τόν τόπον μας καί τόν κόσμον μας εντυπώσεις του εδημοσίευσεν εις τήν μεγάλην παρισινήν εφημερίδα «Ζουρνάλ», από τήν όποιαν εκλεκτός λόγιος συμπολίτης μας μετέφρασε τό παρακάτω άρθρον.

Την Ελλάδα  τήν γνώρισα και δέν έμαθα νά τήν άγαπώ μόνον άπο τάς αρχαιότητάς της, από τά έρείπια τών αρχαίων της ναών και πόλεων.

Τήν Ελλάδα την έγνώρισα και έμαθα νά την αγαπώ και άπο τά  μικρά, ήσυχα λιμάνια της, τά λιμανάκια πού προσφέρει στά βλέμματα τού ξένου μεταξύ τών νήσων, τών λόφων και τών βράχων της.

Στις ρίζες αποκρήμνων βράχων πού μέ τον Ήρακλή έγιναν άθάνατοι, ταπεινοί ψαράδες απλώνουν τά δίχτυά των ή τά μπαλλώσουν στή σκιά ένός Βενετσάνικου τείχους. Ανάμεσα στήν άμμο πού έχει κάλυψη άγκωνάρια από προκυμαίας άρχαίων λιμένων, πού ο άρχαιολόγος άναζητεί σήμερα τά ίχνη των κάτω άπο τά κυανά νερά, τα παιδάκια παίζουν ήσυχα και ψάχνουν γιά βότσαλα.

‘Από όλας αυτάς τάς τοποθεσίας της Ελλάδος, η πιό γραφική και μιά άπό τις πιό ένδοξες είνε το Ναύπλιον. Το Ναύπλιον, ο ένδοξος λιμήν πού διεξεδίκησαν μέ πάθος όλοι οι κατακτηταί τής Ανατολής ή τής Δύσεως: Φράγχοι, Καταλάνοι, Ίππόται τής Ρόδου, Σταυροφόροι, Βένετοι, Τούρκοι…..

Από ‘κεί ξεκίνησαν βασιλείς και ήρωες. Έκεί γεννήθηκεν ο τυχοδιώκτης, πού ύπήρξεν ό πρώτος άνθρωπος πού έχτισεν φάρον: Ό Παλαμήδης…. Εκεί έδολοφονήθηκε ο Καποδίστριας… Εκεί πρωτοβγήκε και πρωτόζησε ο Όθωνας….

Ό Μοροζίνης, ο έχθρός όλων των ακροπόλεων ίσως γιατί έγεννήθηκε είς τήν πλέον έπίπεδον πόλιν του κόσμου —από τό Ναύπλιον έξαπέλυσε τά πρώτα του βλήματα κατά τών κάστρων τής Πελοποννήσου.

Οι στρατιώται τής Γαλλίας μέ τήν τρίχρωμο κονχάρδα κατέλα βον τον Μωρηά. Δέν έπέρασεν αιών πού το Ναύπλιον νά μη γίνη γαλλικόν δουκάτον, ένετική αποικία, ελευθέρα πόλις· δέν έπέρασεν αιών πού νά μή συνεδεθή τό Ναύπλιον μέ γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας.

Μιά πόλις που έχει ένα τέτοιον φυσικόν λιμένα δέν χάνει ποτέ τήν σειράν της. Τό Ναύπλιον εργάζεται: εξάγει καπνά, κηπουρικά προϊόντα, έχει ονομαστά εργοστάσια κονσερβών, έναν καλόν κυλινδρόμυλον, παράγει μετάξι και τελευταία βαμπάκι.

Το σημερινό Ναύπλιον κάμνει μιά έντύπωσι κομψής και περιποιημένης πόλεως, με Ιστορικά μνημεία τής Ενετικής εποχής, με οικόσημα στα κάστρα του των Φράγκων αρχόντων, μέ ισχυρά φρούρια, άπόρθητα την παληα έποχή, μέ ένα ώραίο μουσείον, οφειλόμενον έν μέρει εις τήν άρχαιολογικήν λατρείαν τού διαδόχου τής Σουηδίας, ο οποίος είνε φίλος τής πόλεως και έπίτιμος δημότης τού Ναυπλίου όπως έμαθα. — Μεγάλα καί παμπάλαια άρχοντικά κτίρια τής έποχής των Βενετών καί τών Τούρκων βλέπεις στους δρόμους τής ωραίας πόλεως καί κάθε της πλατεία είνε στολισμένη μέ περίκομψα μνημεία και άνδριάντας τών ηρώων τής Ελληνικής έπαναστάσεως μεταξύ τών οποίων ξεχωρίζει ή μαρμάρινη πυραμίς είς τήν πλατείαν τής παραλίας, ή οποία έχει ύψωθή εις μνήμην τών Γάλλων φιλελλήνων πολεμιστών.

Ανατολή θυμίζει τό προάστειον του Πρόνοια μέ την δυσαναλόγως μεγάλην πλατείαν του, τά λευκά του σπιτάκια και τά μοναστήρια του πού άκουμπούν έπάνω σέ βράχια.

Όταν βραδυάζη ζωηρεύει η κίνησις εις το Ναύπλιον, τραπεζάκια καί καρέκλες παρατάσσονται έξω άπό τά καφενεία. Καί αρχίζει ή κάθοδος του κόσμου καί τό ξάπλωμα εις τήν προκυμαίαν. Όσοι όμως δεν ευχαριστούνται είς το καθισιό, κάνουν βόλτες στο κρηπίδωμα, μπροστά από τήν πυκνή παράταξιν των λέμβων. Μέ ίεραρχικήν σειράν κάθονται όλόκληροι οικογένειαι, χαμογελούν καί χαιρετούν χωρίς διακοπή.

Κι έδώ πρέπει νά σημειώσω τό έξής χαρακτηριστικό: Ό κόσμος τού Ναυπλίου διακρίνεται στήν εύγένεια, στή χάρι, στήν ήμερότητα, στόν πολιτισμό. Αύτό τό βλέπεις | στις φυσιογνωμίες των κατοίκων, στους τρόπους των, στό χαμόγελό των, στή συμπεριφορά των.

Μία δενδροστοιχία γιγαντιαίων πλατάνων σκιάζει τον δρόμον προς τήν άρχαίαν Επίδαυρον, πού άποτελείται σχεδόν αποκλειστικώς άπο λοφοειδείς κυματισμούς καί λάκκους, είς τούς όποιους τραντάζεται κάθε τόσο το αυτοκίνητον. Επάνω από ξηρές κοίτες ποταμών είνε στημένα γεφύρια… Ένα δάσος πεύκων, τά ίχνη τού ιερού τού Ασκληπειού — και έφθάσαμεν είς τό ώραιότερον θέατρον τού κόσμου.

Απότομα κατεβαίνουν λευκαί βαθμίδες, πού διατηρούνται όλαι σχεδόν ανέπαφοι, πρός τον τέλειον κύκλον τής ορχήστρας. Έν είδει γιρλάντας πλαισιώνει το πράσινον τάς τελευταίας σειράς άπο τάς οποίας το βλέμμα, πάνω πεύκα και κάμπους, φθάνει είς τά βουνά τής Άργολίδος, πού φράσσουν μέ επιβλητικήν μεγαλοπρέπειαν το βάθος τού ορίζοντος. Πίσω από τά βουνά αυτά ζή το μειδίαμα τών Ατρειδών καί προκαλεί αιωνίως νέον θαυμασμόν. Επάνω άπό τά έρείπια τών Μυκηνών πλανώνται αι σκιαί τών αθανάτων θυμάτων των.  Εκεί έζησαν οι αίμοδιψέστεροι όλων τών βασιλέων, όμοιοι μέ τούς | Φαραώ τών παλαιοτάτων συναστειών. ‘Οπως οι Φαραώ, είναι και αύτοί χρυσοστόλιστοι, βυθισμένοι είς τον αιώνιον ύπνον, μέσα είς τάς σαρκοφάγους των. Ποιός έχτισε τον θολωτόν αύτόν τάφον πού φυλάσσει τον θησαυρόν τών Άτρειδών, τόν ύπνον του Άγαμέμνονος;

Άπό μιά έκ τών ύψηλοτέρων κορυφών του άνθρωπίνου πολιτισμού, κατεβαίνει κανείς προς το Ναύπλιον, πού μέ τήν Ιστορίαν του, τήν δόξαν του, τά μνημεία του, τήν ομορφιάν του, και παρά τά έλη του, διατηρεί μίαν γοητείαν άθάνατον.

 

ΠΩΛ ΜΩΡΑΝ

  • Ο Πωλ Μοράν (Paul Morand, 13 Μαρτίου 1888 – 24 Ιουλίου 1976) ήταν Γάλλος συγγραφέας, του οποίου τα διηγήματα και οι νουβέλες επαινέθηκαν για το ύφος, την εξυπνάδα και την περιγραφική τους δύναμη. Η παραγωγικότερη περίοδός του ήταν αυτή του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στο Παρίσι σε οικογένεια της ανώτερης τάξης και πήρε πλούσια σύζυγο. Υπηρέτησε ως διπλωμάτης σε πολλές θέσεις σε όλο τον κόσμο και ταξίδεψε πολύ. Και στο συγγραφικό έργο του εξάλλου ο κοσμοπολίτης Μοράν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αφήνοντας θαυμάσιες περιγραφές, στις οποίες διαφαίνεται κάποιος τόνος μελαγχολίας. Ο Πωλ Μοράν έζησε μεταπολεμικά στην Ελβετία, στην Ταγγέρη και στο Παρίσι, όπου και πέθανε σε ηλικία 88 ετών.