Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου και η συμβολή των Σουηδών στην οργάνωσή του (1833-1933)

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

και η συμβολή των Σουηδών στην οργάνωσή του

(1833-1933)

Περίληψη της δημοσίευσης του Δημήτρη Χ. Γεωργόπουλου

 

Τον τελευταίο καιρό, όλο και περισσότερο γίνεται ευρέως γνωστή η ανασκαφική δραστηριότητα των Σουηδών αρχαιολόγων στην Αργολίδα. Όμως, είναι σχεδόν άγνωστη η συμβολή τους στη μεταστέγαση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου από το Βουλευτικό στο σημερινό κτίριο της Πλατείας Συντάγματος, καθώς και οι σχέσεις τους με την τοπική Αρχή, δηλαδή το Δήμο Ναυπλιέων.

Η πρώτη αναφορά, που μέχρι τώρα είναι γνωστή, για την ίδρυση Αρχαιολογικού μουσείου στο Ναύπλιο, είναι το 1840. Η “επί των εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικρατείας” ρωτούσε τον Διοικητή Αργολίδας, εάν μπορεί να συστήσει αρχαιολογικό μουσείο στην πρωτεύουσα της Διοίκησης «διά να συλλέγουν καί κατατεθούν εις αυτό όλα τά αντικείμενα τής άρχαιότητος όσα κείνται τυχόν παρερριμένα καί φθειρόμενα εις τά διάφορα τής διοικήσεώς σας μέρη».

Μετά από τρία χρόνια περίπου, η κατάσταση με τις αρχαιότητες είχε επιδεινωθεί και ο Διοικητής Αργολίδας καθιστά υπεύθυνο το Δήμαρχο «διά πάσαν βλάβην ή άφαίρεσιν» αρχαιοτήτων και προτείνοντας τη συλλογή και διατήρηση των αρχαιοτήτων «εις ασφαλές καί κοινόν οίκημα /συνήθως τό σχολείον τής πρωτευούσης ή του πλησιεστέρου χωρίου του Δήμου».

Ο κ. Γεωργόπουλος αναφέρει πως σύμφωνα με τις πηγές, το Φεβρουάριο του 1845 υπήρχε μουσείο στο Ναύπλιο. Συγκεκριμένα με έγγραφό του προς τους Δημάρχους ο Διοικητής Αργολίδας τους γνωστοποιεί «ότι εις τό ένταύθα Γυμνάσιον συνεστάθη κατά Διαταγήν τής Κυβερνήσεως μικρόν Μουσείον άρχαιοτήτων». Και νουθετούσε τους Δημάρχους να προτρέπουν τους δημότες που έχουν αρχαιότητες να τις προσφέρουν στο νέο Μουσείο. Ως προς το χώρο του Μουσείου είναι πολύ πιθανό να επρόκειτο για ένα μικρό χώρο ή και το γραφείο του Γυμνασίου.

Το θέμα του Μουσείου επανέρχεται μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια με αφορμή την κατεδάφιση του ανατολικού τμήματος των τειχών της πόλης και την ανάγκη φύλαξης των επιγραφών από τα τείχη αλλά και τα σύμβολα των ενετών, εμπλέκοντας και το Υπουργείο των Στρατιωτικών.

Τίποτα, όμως, δε προχωρά και το Υπουργείο Στρατιωτικών μη έχοντας καμία εμπιστοσύνη στο Δήμο συνέλεξε και φύλαξε στο χώρο του Οπλοστασίου τις επιγραφές αλλά και οποιοδήποτε αντικείμενο παρουσίαζε ιστορικό ενδιαφέρον.

Τον Σεπτεμβρίου του 1894 ο Νομάρχης Αργολιδοκορινθίας προτείνει να δημιουργηθεί Μουσείο για να τοποθετηθούν οι πλάκες από τα τείχη στην έπαυλη Καποδίστρια. Για άλλη μια φορά, όμως, το θέμα ναυαγεί μιας και η έπαυλη του Καποδίστρια βρίσκεται “εις αθλίαν κατάστασιν” και οι εμπλεκόμενοι φορείς κατηγορούν ο ένας τον άλλον.

Το θέμα του Μουσείου ανακινείται πάλι το 1900 (23/6/1900) όταν ο Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ζητά από τον επί της Δικαιοσύνης συνάδελφό του την παραχώρηση του Βουλευτικού, το οποίο την εποχή εκείνη λειτουργούσε ως φυλακή. Το κτίριο παραδίδεται στις αρχές Νοεμβρίου του 1900, πέντε μήνες μετά σε άθλια κατάσταση. Και ξεκινούν οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου από φυλακή σε μουσείο. Οι εργασίες τελείωσαν μετά το καλοκαίρι του 1902, αν και η παραλαβή του κτιρίου από την αρμόδια επιτροπή του Δημοσίου έγινε το Φεβρουάριο του 1903. Το κόστος είχε αναλάβει η Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία διέθεσε το ποσό των 10.000 δραχμών.

Το αρχαιολογικό Μουσείο στο Βουλευτικό

 

Το Βουλευτικό, Μάρτιος 1902

Ενώ λειτουργούσε το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου στο Βουλευτικό στο διπλανό κτίριο, του «Λεονάρδου», εξακολουθούσαν να λειτουργούν φυλακές υποδίκων. Παρά τις προσπάθειες για τη μετεγκατάσταση των φυλακών αυτή πραγματοποιήθηκε το 1930.

Η ίδρυση και η υποτυπωδώς λειτουργία του μουσείου αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός για την πόλη του Ναυπλίου μιας και την περίοδο εκείνη έχουν αρχίσει να καταφθάνουν αξιόλογοι περιηγητές από την Ευρώπη αλλά και οι ανασκαφές στις Μυκήνες, το Ηραίο, την Τίρυνθα και την Επίδαυρο έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Όλοι αντιλαμβάνονται πως το Μουσείο αποτελεί την ισχυρή βάση για να παραμένουν τα ευρήματα των ανασκαφών στην περιοχή μας.

Το 1922 άρχισαν οι ανασκαφές των Σουηδών στην Ασίνη. Οι ανασκαφές έληξαν τον Ιούνιο του 1924. Τα ευρήματα των ανασκαφών έπρεπε να αποθηκευτούν μιας και δεν μπορούν να μεταφερθούν στη Σουηδία και όλοι (και ο Σουηδός αρχαιολόγος) προτιμούν το Ναύπλιο. Όμως η κατάσταση του Μουσείου και των προθηκών δεν είναι σε καλή κατάσταση. Ο επιμελητής του Μουσείου τότε προτείνει την επισκευή του ισογείου του Μουσείου για να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκες.

Από μια έκθεση του επιμελητή του Μουσείου (10/7/1924) διαπιστώνουμε πως και το Μουσείο ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τα κεραμίδια του τρούλου ήταν πιθανώς σπασμένα, ο τρούλος είχε χορταριάσει και απορροφούσε τα νερά της βροχής με αποτέλεσμα να πέφτουν σοβάδες και να σπάνε τα τζάμια των προθηκών και τα τζάμια των παραθύρων του τρούλου είχαν σπάσει. Αντιλαμβάνονται τότε πως το κτίριο ή έπρεπε να επισκευαστεί ή να μεταστεγαστεί το Μουσείο.

Το 1926, γίνονται ανασκαφές από τους Σουηδούς σε Ασίνη και Δενδρά με εντυπωσιακά ευρήματα αλλά είναι και η χρονιά όπου τα ευρήματα των ανασκαφών από την Ασίνη επιστρέφουν συντηρημένα από τη Σουηδία στην Ελλάδα, παρουσία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Πάγκαλου. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο πρεσβευτής της Σουηδίας ανακοινώνει επισήμως ότι η Σουηδική κυβέρνηση αναλαμβάνει πλήρως τα έξοδα επισκευής και μετατροπής του στρατώνα σε Μουσείο.

Ο τότε Στρατώνας στην Πλατεία Συντάγματος (διακρίνεται το φυλάκιο, αλλά και πολλοί στρατιωτικοί), Μάρτιος 1902

Τότε, κατά τον “πατροπαράδοτο” Ελληνικό τρόπο(!!!) η τοπική κοινωνία χωρίζεται σε δύο παρατάξεις.

“Στην πρώτη έχουν ενταχθεί όσοι θέλουν να στεγαστεί το Μουσείο στο ενετικό κτίριο της Πλατείας Πλατάνου και την αποτελούν ο Έφορος Αρχαιοτήτων και ο Δήμαρχος Εμμανουήλ Σωφρόνης συνεπικουρούμενος από το Δημοτικό Συμβούλιο με δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Σύνταγμα» του Παναγιώτη Ιατρού. Οι οπαδοί της δεύτερης παράταξης έχουν ταχθεί υπό το Μέραρχο στρατηγό Δημητριάδη και έχουν ως δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Ναυπλιακή Ηχώ» του Μιχαήλ Λάμπρου. Οι δύο αυτές παρατάξεις πλαισιώνονται από κατοίκους της πόλης αλλά και Ναυπλιώτες που κατοικούν στην Αθήνα”.

Ο Έφορος Αρχαιοτήτων σε ερώτηση της εφημερίδας “Σύνταγμα” απαντά με επιστολή του στην εφημερίδα ότι : “… η μεταστέγαση δε γίνεται για ευπρεπέστερη έκθεση των ευρημάτων αλλά γιατί προβλέπεται πληθώρα ευρημάτων από τους 47 τάφους της Ασίνης και τη νεκρόπολη της Μιδέας, με αποτέλεσμα και το νέο μουσείο να ασφυκτιά σε λίγο χρόνο.” Επισημαίνει δε, ότι αν δεν γίνει σύντομη η μετατροπή του στρατώνα σε μουσείο τότε τα κειμήλια θα μεταφερθούν στην Αθήνα.

Τελικά, ο στρατώνας της Πλατείας Συντάγματος μετατράπηκε σε Αρχαιολογικό Μουσείο και μάλιστα δημιουργήθηκε σουηδική αίθουσα, όπου εκτέθηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών των Σουηδών. Δε γνωρίζουμε πότε έγιναν τα εγκαίνια το πιθανότερο μετά το 1930. Στο τέλος του 1933 μόνο ο πρώτος όροφος λειτουργούσε για το κοινό. Το ισόγειο και ο δεύτερος όροφος δεν είχαν επισκευαστεί, προκειμένου να μεταφερθούν και τα υπόλοιπα αρχαία. Επιλέον, το πρόβλημα της στέγης βασάνιζε για πολλά χρόνια τους υπεύθυνους του Μουσείου.”

Η Σουηδική αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου, πιθανότατα κατά τα εγκαίνια, 1930. Διακρίνεται στο βάθος η Σουηδική σημαία

Στη φωτ. ο κύριος Νικόλαος Γριμάνης, η σύζυγός του και δύο από τα παιδιά τους.

 

 

Σουηδική αίθουσα, οι βιτρίνες αγοράσθηκαν από την Επιτροπής για την Ασίνη.

Και ο κύριος Γεωργόπουλος καταλήγει: “Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι εξαιρετικές προθέσεις και η υπομονή των Σουηδών, αρχαιολόγων και επισήμων, καθώς και η αποφασιστικότητα του Εφόρου Αρχαιοτήτων Νικόλαου Μπέρτου συντέλεσαν στη μεταστέγαση του μουσείου από το Βουλευτικό στο κτίριο της πλατείας Συντάγματος και έθεσαν τις βάσεις της μελλοντικής ανάπτυξης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου.”

 

Ολόκληρη τη δημοσίευση του κ. Γεωργόπουλου “Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου και η συμβολή των Σουηδών στην οργάνωσή του (1833-1933)” μπορείτε να τη διαβάσετε ΕΔΩ

 

Tagged ,