Λύκος – Χελιώτης Γιωργάκης (Λυκογιώργης)

Λύκος – Χελιώτης Γιωργάκης (Λυκογιώργης)

(Χέλι Αργολίδας 1780 – Κόρινθος 1849)

Προεπαναστατικός ένοπλος, καπετάνιος του Αγώνα, Αξιωματικός της Οθωνικής περιόδου

Palikare – Théodore Leblanc – 1833-4

Ο Γιώργος Λύκος-Χελιώτης γεννήθηκε στο χωριό Χέλι (σημερινό Αραχναίο) στα σύνορα με τον σημερινό νομό Κορινθίας. Από νεαρός ανέπτυξε αξιοσημείωτη δράση ως κλέφτης και κάπος (Αρχηγός- Καπετάνιος)  κατά την προεπαναστατική περίοδο. Το 1805, όταν έλαβε χώρα στην Πελοπόννησο ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών, ο Λύκος ήταν μεταξύ εκείνων που διέφυγαν μετακινούμενος αρχικά στη νότια Πελοπόννησο, στη συνέχεια στο νησί των Κυθήρων και μετά από μία σύντομη παραμονή εκεί κατέληξε (μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, το Γιαννάκη Δαγρέ, τον Παναγιώτη Κεφάλα κ.ά.) στα Επτάνησα (18 Μαρτίου 1805). Εκεί, υπηρέτησε ως στρατιωτικός, μισθοφόρος τη ρωσική διοίκηση και μετά την αποχώρηση των τελευταίων εντάχθηκε – μαζί με τον Θ. Κολοκοτρώνη- στο ελληνικό τάγμα που είχαν οργανώσει οι Άγγλοι.

Παραμονές της εκδήλωσης της Ελληνικής Επανάστασης επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πρωταγωνίστησε στην έναρξη της επανάστασης στην Αργολίδα (24 Μαρτίου) όταν οι επαναστατικές αρχές κατέλαβαν την πόλη και ανάγκασαν τους μουσουλμάνους κατοίκους της να καταφύγουν στο Ναύπλιο. Στις 27 Μαρτίου συμμετείχε επικεφαλής σώματος 90 ενόπλων, συγγενών και συντοπιτών του, στην πολιορκία της Ακροκορίνθου μαζί με τα σώματα του Αναγνώστη και Νικόλαου Πετμεζά και άλλων ντόπιων καπετάνιων. Στις 23 Απριλίου, ωστόσο, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του Μουσταφά Μπέη, κεχαγιάμπεη του μορα Βαλεσί Χουρσίτ Πασά ο οποίος κατέφθασε με ισχυρές δυνάμεις και διέλυσε την πολιορκία της Ακροκορίνθου. Ο Χελιώτης, προτού εγκαταλείψει την Κόρινθο έκαψε -με εντολή του Γρηγορίου Παπαφλέσσα- την πολυτελή οικία του Κιαμήλ Μπέη και άλλων μουσουλμάνων της πόλης. Στο αμέσως επόμενο διάστημα δραστηριοποιήθηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου και τέλη Μαΐου απέκρουσε με επιτυχία στον πύργο στο οικισμό Κατόγλι ισχυρή οθωμανική πεζική και ιππική δύναμη Οθωμανών με τρία κανόνια που είχαν εξέλθει από το Ναύπλιο για να συλλέξουν γεννήματα, και τους ανάγκασε να τα αφήσουν και να επανέλθουν στην πόλη. Στη συνέχεια συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821).

Τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου (1822) εκστράτευσε με τον Νικηταρά Σταματελόπουλο και άλλους καπετάνιους στην ανατολική Στερεά για να συνδράμει τις ρουμελιώτικες δυνάμεις υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την πορεία του νέου μόρα βαλεσί Μαχμούτ Πασά Δράμαλη προς την Πελοπόννησο και βρισκόταν ήδη στην Υπάτη (Πατρατζίκι). Την 1Π Απριλίου πολέμησε με τον Νικηταρά στη νικηφόρα για τους επαναστάτες μάχη της Στυλίδας.

Επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πολέμησε στις 22 και 23 Ιουλίου στην Αργολίδα με τις δυνάμεις του Δράμαλη, ενώ πέντε ημέρες αργότερα (28 Ιουλίου) συμμετείχε στη μεγάλη μάχη στο Αγιονόρι της Κορινθίας με τα σώματα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του Δημήτριου Υψηλάντη και του Νικηταρά Σταματελόπουλου όπου καταστραφηκε η στρατιά του Δράμαλη. Συνεχίζοντας την πολεμική δράση του ο Χελιώτης συγκρούστηκε στις 12 Αυγούστου στο Βασιλικό Κορινθίας (μαζί με τα σώματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Δημητράκη Πλαπούτα του Παναγιώτη Γιατράκου και των Πετμεζαίων), αναγκάζοντας τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη που επιχειρούσαν να διαφύγουν προς τη Βοστίτσα να επιστρέψουν στην Κόρινθο. Τέλος στις 28 Νοεμβρίου 1822 πολέμησε στην Κουρτέσα Κορινθίας (μαζί με τα σώματα του Νικηταρά, του Δημήτρη Τσώκρη, του παπα-Αρσένη Κρέστα, του Χατζη- Χρηστου Βούλγαρη κ.ά) εναντίον των δυνάμεων του Ντελη Αχμέτ Μπέη. Στη νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη σκοτώθηκε ο ιερωμένος-καπετάνιος Αρσένιος Κρέστας, στρατιωτικός αρχηγός της Αργολίδας.

Troupe de palikares à Corinthe_Théodore Leblanc _1833-4

 

Η στρατιωτική δράση του Χελιώτη συνεχίστηκε και στα επόμενα τρία χρόνια. Διακρίθηκε:

  •       Στη νικηφόρα για τους επαναστάτες μάχη της Ακράτας (6-8 Ιανουαρίου 1823) επικεφαλής Κορινθίων
  •       Στη δεύτερη πολιορκία της Ακροκορίνθου. Μετά την παράδοση του κάστρου στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνης (19 Οκτωβρίου 1823) τοποθετήθηκε φρούραρχος του.
  •       Στην υπεράσπιση των νησιών της Ύδρας και των Σπετσών. Τον Ιούλιο του 1824, πήγε με το σώμα του και τα σώματα άλλων καπετάνιων 
  •       Στις επιχειρήσεις των Πατρών (Οκτώβριος του 1824) 
  •       Στις 3 Ιουλίου 1825 στη νικηφόρα για τους επαναστάτες μάχη της Αλωνίσταινας (3 Ιουλίου 1825) υπό τη γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εναντίον των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ Πασά.

Τον Ιούλιο του 1826, όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ανέλαβε αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, ο Χελιώτης βρέθηκε εξαρχής στο μέτωπο της Αττικής και της Μεγαρίδας και διακρίθηκε ιδιαίτερα στις 6 Αυγούστου στη μάχη του Χαϊδαρίου αντιμετωπίζοντας με επιτυχία ισχυρό ιππικό σώμα. Στις 9 Αυγούστου συνόδευσε τον Καραϊσκάκη μαζί με τον γραμματέα του Δημήτριο Χρηστίδη και τον υδραίο πλοίαρχο Ανδρέα Γιαννίτση στο πλοίο του γάλλου ναυάρχου Henri de Rigny, όπου συναντήθηκαν και συνομίλησαν με τον Κιουταχή, τον Ομέρ Πασά της Καρύστου και άλλους οθωμανούς αξιωματούχους.

Στις 23 Αυγούστου ανελαβε επικεφαλής 1200 να φέρει σε πέρας καταδρομική επιχείρηση στα Σκούρτα με στόχο τη λαφυραγωγία και την καταστροφή των γενικών αποθηκών των Οθωμανών. 

Τον επόμενο χρόνο, στις 20 Φεβρουαρίου 1827, επέδειξε εξαιρετικό θάρρος και πολεμικές δεξιότητες στη στους Τρεις Πύργους, στις εκβολές του Ιλισσού. Εκεί, μαζί με άνδρες του Τακτικού Σώματος υπό τον Χαράλαμπο Ιγγλέση και άλλα σώματα αντιμετώπισε με επιτυχία και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στις δυνάμεις του Κιουταχή. 

Ο Μακρυγιάννης αναφερόμενος στη σχετική μάχη εξάρει τη συμμετοχή του Χελιώτη: «Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν όλο τ’ άνθος τών Τούρκων περίπου από χίλιους διακόσιους. […] Όλοι οι Έλληνες εκεί μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια, κ’ εμείς από τά πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τόν δρόμον τής θάλασσας καί τίς πλάτες τους. Λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τούς χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα.»

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη και τη διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου στην Αττική ο Χελιώτης και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Στη διάρκεια της πορείας η φάλαγγα -της οποίας ο Χελιώτης είχε αναλάβει τη διοίκηση της οπισθοφυλακής- δεχόταν επανειλημμένες επιθέσεις από τα οθωμανικές δυνάμεις. Στην Πελοπόννησο ο Χελιώτης συνέχισε τον αγώνα εναντίον των Αιγυπτίων, αλλά και των προσκυνημένων και πήρε μέρος:

  •       Στη μάχη στο χωριό Πασάκους, κοντά στο Μεγάλο Σπήλαιο (3 Ιουλίου 1827) 
  •       Στη μάχη στη μονή Αγιάννη των Τσετσεβών στη Βοστίτσα (17 Ιουλίου 1827) 
  •       Στη αμφίρροπη μάχη της Καυκαριάς (26 Αυγούστου 1827)
  •       Στη δεύτερη μάχη της Καυκαριάς την επόμενη ημέρα (27 Αυγούστου) που κατέληξε σε νίκη των επαναστατών.

Στην περίοδο των εμφυλίων (1823 – 1825) συγκρούσεων ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, παλαιό γνώριμο και φίλο από τα προεπαναστατικά χρόνια, και πολέμησε -κυρίως μαζί με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη- σε σειρά συγκρούσεων εναντίον των Κυβερνητικών. Μάλιστα, για ένα διάστημα, στις αρχές του 1824, ανέλαβε φρούραρχος της Ακροκορίνθου αλλά μετά από πολιορκία των δυνάμεων του Ανδρέα Λόντου, του Γιώργου Κίτσιου και του Γιαννάκη Νοταρά υποχρεώθηκε να παραδώσει το κάστρο στους Κυβερνητικούς (21 Φεβρουαρίου).

Κατά την καποδιστριακή περίοδο συμπαρατάχθηκε με την κυβέρνηση και συμμετείχε ως εκπρόσωπος της επαρχίας Κορίνθου. Το 1832 κατά την εμφύλια σύρραξη ο καποδιστριακός Χελιώτης ήταν φρούραρχος της Ακροκορίνθου έχοντας στη διάθεσή του 600 ενόπλους. Υποχρεώθηκε όμως, μετά από πιέσεις αντικαποδιστριακών αλλά και των Γάλλων να παραδώσει το φρούριο στους τελευταίους.

Ο Γεώργιος Λύκος – Χελιώτης, στον οποίο η Προσωρινή Διοίκηση της επαναστατικής περιόδου απένειμε το 1822 το βαθμό του χιλίαρχου και το 1826 το βαθμό του αντιστράτηγου, εντάχθηκε μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, στην Βασιλική Φάλαγγα με το βαθμό του ταγματάρχη. Το γεγονός ότι ο Χελιώτης δεν πήρε ποτέ το βαθμό του στρατηγού της αγωνιστικής περιόδου -όντας ο τρίτος κατά σειρά σπουδαιότητας καπετάνιος της Κορινθίας μετά τον Γιαννάκη και τον Παναγιώτη Νοταρα- θα πρέπει να οφείλεται κυρίως στην ένταξή του στη φατρία των Ανταρτών. Έτσι, την περίοδο των εμφυλίων συρράξεων (1823 – 1825) όταν η κυβερνητική φατρία Κουντουριώτη μοίραζε αφειδώς διπλώματα στρατηγίας σε ασήμαντους στρατιωτικούς πελάτες, ο Χελιώτης ως αντίπαλος των Κυβερνητικών στερήθηκε τον ανώτερο στρατιωτικό βαθμό της στρατηγίας. Περαιτέρω, η μη ένταξή του στο βασιλικό στρατό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν διέθετε τις απαραίτητες δεξιότητες για να συμμετάσχει σε τακτικές ένοπλες δυνάμεις (τα ημιτακτικά σώματα της Οροφυλακής επανδρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και άλλους Ετερόχθονες πολεμιστές) αλλά κυρίως στη μεγάλη ηλικία του (το 1833 ήταν ήδη 58 ετών).

 

Στις 18/30 Σεπτεμβρίου 1835 του απονέμεται ο Αργυρός Σταυρός ως ένδειξη αναγνώρισης για την προσφορά του στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

 

ΠΗΓΕΣ

Στέφανος Παπαγεωργίου, Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας

Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη