Η Μουσική στο Ναύπλιο πριν και μετά την Επανάσταση

από το βιβλίο “Μουσική Παιδεία και ζωή στο Ναύπλιο” του Γεωργίου Αθ. Χώρα

Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994

  • Η Μουσική Στα Χρόνια Της Ξενοκρατίας

Είναι γνωστόν ότι επί Τουρκοκρατίας η μουσική παιδεία ήταν εκκλησιαστική, αφού τά όσα καί όπου λειτουργούσαν υποτυπώδη σχολεία ευρίσκονται σέ χέρια εκκλησιαστικά, με κύρια μάλιστα διδακτικά βιβλία τήν Όκτώηχο καί τό Ψαλτήρι. Η τακτική αυτή συνεχίζεται καί μετά την απελευθέρωση του 1821, οπότε οί γονείς και κηδεμόνες, η τοπική αυτοδιοίκηση και οι πρώτες ελληνικές εκπαιδευτικές αρχές επροτιμούσαν νά διορίζουν στα ιδιωτικά, τα κοινοτικά, τα αλληλοδιδακτικά σχολεία μεταξύ τών υποψηφίων δασκάλων εκείνους, πού εγνώριζαν μουσική, ώστε νά διδάσκουν ανάλογα τά παιδιά, αλλά καί γιά νά ψάλλουν, τίς Κυριακές και έορτές, στήν εκκλησία.

Η ελληνική μουσική στα χρόνια της τουρκοκρατίας

Έλληνες τραγουδιστές

Ό Ιωάννης Κοκκώνης, επιθεωρητής τών Σχολείων στό Ναύπλιο και μετέπειτα Διευθυντής του Διδασκαλείου στην Αθήνα, ενημερώνει μέ τό από 2 Μαρτίου 1839 έγγραφό του τον τότε Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Γλαράκη, ότι μέ αφορμή τίς προτιμήσεις τών σπουδαστών καί τίς διαφωνίες μεταξύ τών καθηγητών τής Βυζαντινής Μουσικής Ζαφ. Ζαφειροπούλου καί τής Ευρωπαϊκής Άθ. Άβραμιάδη, εδωσε ρητή εντολή καί τά δύο μαθήματα νά είναι υποχρεωτικά, δεδομένου ότι οί σπουδαστές θα εξεταστούν καί στά δύο αυτά μαθήματα «κατά τήν υπάρχουσαν τάξιν». Ό ίδιος βεβαιώνει τον Υπουργόν, ότι δεν μεροληπτεί υπέρ του μαθήματος τής Ευρωπαϊκής Μουσικής, διότι «έχει την πεποίθησιν ότι και τούτο τό μάθημα (τής Βυζαντινής Μουσικής) είναι εν μέσον πρός εξάπλωσιν της Δημοδιδασκαλίας μεταξύ τών Δήμων, εκ των οποίων πολλοί διά μόνην την εκκλησιαστικήν μουσικήν, προτιμούν νά έχωσι Γραμματοδιδασκάλους». Δηλαδή οι Δήμοι τότε ένεθάρρυναν τούς νέους μέ υλική συνδρομή καί συμβουλές γιά τό διδασκαλικό επάγγελμα, με στόχο νά τούς έχουν μελλοντικά ψάλτες στους καθεδρικούς και άλλους ενοριακούς ναούς τους.

Ο Κολοκοτρώνης σε έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου με πρότυπο πίνακα του Πέτερ φον Ες (1933). Μουσείο Θεόφιλου.

Έναν τέτοιο παραδοσιακό πρωτοψάλτη καί μουσικοδιδάσκαλο γνωρίζομε αρχικά στά Σχολεία τής Αίγινας και την μετακαποδιστριακή εποχή στό Ναύπλιο, τον Ζαφείριο Ζαφειρόπουλον, όπως επίσης καί τούς διαδόχους του: Αναστάσιο Ταπεινό και Κωνσταντίνο Κηρύκου, κατά τήν περίοδο τής βασιλείας του Όθωνος (1833-1862). Είχαμε όμως στό Ναύπλιον, από τά παλαιότερα χρόνια, εκτός τής εκκλησιαστικής, και κοσμική δυτική, ξενόφερτη μουσική. Βεβαίως ο πολύς κόσμος διασκέδαζε με τραγούδια, πού ελεγαν οί συμποσιαστές ή όσοι συμμετείχαν σε χορούς ή άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, με συνοδεία λαϊκών οργάνων, τά όποια μερικοί περιηγητές περιγράφουν λεπτομερέστερα. Τό ίδιο συνέβαινε στό στρατό, όπου οί μαχητές περιποιούνταν πρό τής μάχης την καθαριότητα τους και πολλές φορές διασκέδαζαν μέ χορούς και τραγούδια.

Λαϊκή απεικόνιση του Κολοκοτρώνη να παρακολουθεί το γλέντι των παλικαριών του…

Είναι γνωστόν ότι βιολιτζήδες ακολουθούσαν τά στρατόπεδα· οι ιδιοι μετακινούνται μέ τά εκστρατευτικά σώματα πρός εμψύχωση των αγωνιζομένων «γιά τού Χριστού την πίστη την αγία καί τής Πατρίδος την ελευθερία». Μαρτυρείται επίσης ότι τά στρατιωτικά σώματα των ατάκτων αγωνιστών ακολουθούσαν μουσικοί, όχι βεβαίως επαγγελματίες, με τύμπανα, ζουρνάδες και κλαρίνα, πού έπαιζαν ηχηρότητα πρό τής μάχης και μετά τήν νίκην. Τήν ίδια τακτική εφάρμοσε ο Κολοκοτρώνης στην μάχη τού Βαλτετσίου και σ’ εκείνη των Δερβενακίων και ο Καραϊσκάκης στήν εκστρατεία τής Στερεας Ελλάδος. Οι δέ καπεταναίοι στις περιστασιακές στρατολογίες τους, κατά την διάρκεια τής Επαναστάσεως, συνοδευόταν από ζουρνάδες και νταούλια, γιά νά αφυπνίζουν τον πατριωτισμό των νέων.

Παράλληλα, τά δημοτικά μας τραγούδια, τά κλέφτικα, τά καθιστά – τά επιτραπέζια (τής τάβλας) ή εκείνα τής χαράς τού γάμου κ.λ.π., ακούγονταν συχνά στό Ναύπλιο συνοδευόμενα μάλιστα μέ τόν συρτόν, «τήν πάτριον των Ελλήνων όρχησιν». Γιά τίς μουσικές αυτές εκδηλώσεις έχομε τά απομνημονεύματα των συγχρόνων, τις μαρτυρίες των περιηγητών, νά έκθειάζουν τόν λυρισμό, τά γνωστά γυρίσματα καί τσακίσματα των τραγουδιών αυτών, σέ μεγάλη ποικιλία. Θαυμαστής τών δημοτικών μας τραγουδιών, πού ένωρίς έδημοσιεύτηκαν, αρχικά από ξένους σε χωριστές συλλογές – ανθολογίες, ήταν καί ό θείος Γκαίτε, ενώ άλλοι ξένοι όπως ο Edmond About  κάμουν άδικες κρίσεις, παρασυρμένοι από την μέτρια, σέ όσες παρηκολούθησαν περιπτώσεις, απόδοσή τους. Πρόβλημα ήταν τότε και τώρα η καλή μουσική, η σωστή απόδοση είτε τής φωνητικής ειτε τής ενόργανης μουσικής. Αυτό είναι τό ζητούμενο. Καί αύτά πού γράφουμε εδώ συνέβαιναν mutatis mutandis σχεδόν παντού στον ελληνικό χώρο. Ειδικώτερα τό ερώτημά μας είναι: πότε εισήχθη στό Ναύπλιον η ξένη,η δυτική, η λεγάμενη ευρωπαϊκή μουσική; Από πότε απετέλεσε διδασκόμενο μάθημα στά Σχολεία τής πόλεως καί πότε εισήχθη η ευρωπαϊκή μουσική στήν θεία λατρεία;

Ο Θεσσαλός ιατροφιλόσοφος Διονύσιος ό Πύρρος, πού επεσκέφθη την περιοχή, τό έτος 1815, γράφει στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις: «Εις αυτάς τάς δύο ώραίας πόλεις (Ναύπλιον και Άργος) διατρίβουσι καί διάφοροι ευγενεις και φιλέλληνες Ευρωπαίοι, μάλιστα χάριν ψυχαγωγίας ή ξεφαντώσεως», η οποία πάντως συμπορεύεται συνήθως με οινοποσία και απαραίτητα μέ μουσικήν από όργανα, πού θά συναπεκόμιζαν από τήν γενέτειρά τους οί ρωμαντικοί εκείνοι ξένοι στό Ναύπλιο.

 

Οί ξένοι όμως στό Ναύπλιον ήταν φαινόμενο ενδημικό επί αιώνες πρίν, αφού ή ξενοκρατία τής περιοχής καλύπτει συνολικά εξακόσια είκοσι οκτώ συνεχή χρόνια: Φραγκοκρατίας (1212-1389), Βενετοκρατίας (1389-1540), Τουρκοκρατίας (1540-1686), Β’ Βενετοκρατίας (1686-1715) καί Β’ Τουρκοκρατίας (1715-1822). Σέ όλα αυτά τά χρόνια η ξενική τών Φράγκων και Βενετών κατοχή τού Ναυπλίου έφερε, μαζί μέ τούς ανθρώπους της, καί τίς συνήθειες, τά ήθη καί τά έθιμα τών κατακτητών καί πολλά έχουν γραφή γιά τίς επιδράσεις τους στήν ένδυμασία, τήν γλώσσα, την κοινωνική ζωή τών Ναυπλιωτών. Οί ίδιοι κατακτητές εφεραν άπό τίς πατρίδες τους κυρίως Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία τήν μουσική καί τά όργανά τους, τούς σαλπιγκτές τους στά στρατόπεδα κατοχής, τίς φρουρές στήν πάνω (Ακροναυπλία) και την κάτω πόλη, τήν στοιχειώδη γιά τήν εποχή φιλαρμονική τους ορχήστρα. Έκαναν στήν γιορτή τού Αγίου Μάρκου λαμπαδοφορίες καί παρελάσεις μέ συνοδεία μουσικής, ενώ άπό τό λιμάνι τού Ναυπλίου, εκτός άπό τά πολεμικά πλοία, εμπορικά πλοία επώνυμων Ναυπλιωτών διενεργούσαν διαμετακομιστικά τακτικά ταξείδια, μεταξύ τής μητροπολιτικής Βενετίας καί τών άλλων βενετοκρατούμενων λιμανιών και έφεραν επομένως στό Ναύπλιο πολιτιστικά αγαθά, μεταξύ τών όποιων καί μουσικά. Οί ήχοι, λοιπόν, και ο ρυθμός τής δυτικής – ευρωπαϊκής μουσικής δεν ήσαν ξένοι στις ακοές τών περισσοτέρων Ναυπλιωτών. Ενώ πολύ λίγοι ήσαν οί σπουδαστές άπό τό Ναύπλιον καί τό Άργος, πού γνωρίζομε ότι έφοίτησαν στά πανεπιστήμια τής Πάδοβας καί τής Ρώμης και έγιναν οί αυτοί μέτοχοι καί τής εκεί μουσικής ζωής. Υπενθυμίζομε ακόμη την παρουσία ιερωμένων δυτικών μοναχικών ταγμάτων στό Ναύπλιον, όπου έψαλλαν καθημερινά την λατινική λειτουργία μέ δυτική εκκλησιαστική μουσική σε γρηγοριανό ή άλλο μέλος, όπως οι Καπουτσίνοι (1640), πού διατηρούσαν καί Σχολείο,ενώ οί Ιησουίτες είχαν στό Ναύπλιο μικρόχρονη μόνον παραμονή.

Ενετοί μουσικοί

Επομένως είχαμε από τότε στό Ναύπλιο, μέ όλη αυτή την συνεχή παρουσία ξένων έναν interculturalisme (διαπολιτισμός), δηλαδή έναν αμοιβαίο πολιτισμικό έπηρεασμό, φαινόμενο πού παρετηρήθη καί σέ άλλες κοινωνίες περιοχών με εύκολη ή αναγκαστική επικοινωνία με τον έξω κόσμο, μέ ξένους μόνιμους ή περαστικούς· εννοούμε την πολιτιστική και κοινωνική επίδραση τών ξένων στις φραγκοκρατούμενες – ενετοκρατούμενες περιοχές, μεταξύ τών οποίων καί τό Ναύπλιον· αυτό φαίνεται στην γλώσσα, στην ενδυμασία, στά δημοσιεύματα Ναυπλιωτών από γνωστούς τυπογραφικούς οίκους τής Βενετίας, άπό τά ποιήματα καί τά έγγραφα τής εποχής, δεδομένα τά όποια έχουν από μακρού αξιολογηθή, όπως επίσης οί ξενικές επιδράσεις στις άγροτο-καλλιέργειες και την οικονομική ζωή.

Στον χώρο τής Μουσικής, πού ειδικώτερα μάς ενδιαφέρει, δεν ευρίσκομε βέβαια Ναυπλιώτες μέ ειδικές μουσικές σπουδές ή μέ τίτλους μουσικής δημιουργίας, αλλά πάντως δικαιούμεθα νά συμπεράνουμε ότι δεν ήταν άγνωστη, ούτε «ξένον άκουσμα» η μουσική τών ξένων στό Ναύπλιον. Οί Ναυπλιώτες είχαν ευκαιρίες νά ακούσουν ξενόφερτη μουσική είτε στά σχολεία καί τίς εκκλησίες τών ξένων εδώ μοναχικών ταγμάτων είτε έξω, μέσα στό ανοιχτό σχολείο τής ζωής.

Συγκεκριμένες πληροφορίες γιά τήν διάδοση τής μουσικής αυτής στό Ναύπλιον έχομε άπό τά όλο πρώτα χρόνια τής έλευθέρας Ελλάδος.

 

  • Η Μουσική Στα Χρόνια Της Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821 – 1827)

Μουσική παιδεία, με την ευρύτερη του όρου έννοια, ασκούν τότε στό Ναύπλιον, όπως μαθαίνουμε άπό τίς εφημερίδες τής εποχής, οί συχνά πυκνά παιανίζουσες μουσικές του Τακτικού Στρατιωτικού Σώματος, τών Εθελοντικών Φιλελληνικών Σωμάτων και μετέπειτα τής Βαβαρικής Ανακτορικής Φρουράς, πού παρελαύνουν με λαμπαδοφορίες έξω τών τειχών ή πρό τής Πύλης τής Στεργιάς στό λεγόμενο τότε «Πεδίον τοΰ ’Άρεως», όπου σήμερα τό μνημείον «του Αγνώστου Στρατιώτου» και ο εκτεταμένος δημόσιος χώρος πρός τό προάστειο τής Πρόνοιας, εμπρός ακριβώς στην κατωφέρεια του φρουρίου «Παλαμήδι» όπου, καί τό λεγόμενον «αναπαυτήριον» του Καποδίστρια (ο κήπος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου). Συχνά επαιάνιζαν κατά τήν δεκαετία του 1821 στό Ναύπλιον οί φιλαρμονικές ορχήστρες τών πλοίων τών «προστατίδων δυνάμεων» Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας καί μάλιστα έναλλακτικά μέ τήν Ελληνική Φιλαρμονική, άλλοτε με αφορμή τοπικές γιορτές και επετείους, άλλοτε γιά τά ονομαστήρια τών ήγεμόνων τών χωρών αυτών, πού εορτάζονταν έξ ίσου καί στό Ναύπλιον και μάλιστα με κανονιοβολισμούς, με πυροτεχνήματα και μουσικές εκδηλώσεις. Διηγούνται, μάλιστα, ότι όταν παλαιότερα είχε προσεγγίσει στό λιμάνι ένα αγγλικό πλοίο, οί Ναυπλιώτες ετρόμαξαν βλέποντας τά ορειχάλκινα μουσικά όργανα τής ορχήστρας του πλοίου· τά ενόμισαν κανόνια, έτοιμα νά στραφούν εναντίον τους καί ότι καθησύχασαν τότε μόνον, όταν κατάλαβαν την ειρηνική χρήση αυτών τών πρωτόγνωρων ίνστρουμέντων. Η μουσική, πάντως, πού ακούγονται άπό τίς στρατιωτικές αυτές μπάντες ήταν εκτός άπό τά συνήθη εμβατήρια, ισπανικές καντρίλλιες, βάλς, πόλκες και άλλη λεπτή μουσική.

Γνωστές μουσικές προσωπικότητες τών χρόνων τής Παλιγγενεσίας στό Ναύπλιον είναι ο αρχιμουσικός Orpi, πού έχει μελοποιήσει τον ύμνο πρός τόν Θ. Κολοκοτρώνη: «Στον άθάνατο Στρατάρχη η νεότης η άγνή…» και o Maggel, πού απογράφεται και αυτός από την Αστυνομία Ναυπλίου, κατά την γνωστή γενική απογραφή τών κατοίκων τής πόλεως, τους μήνες Αύγουστο -Νοέμβριο του 1825, μέ τήν ένδειξη: «Τζιοάννης Μάντης, καπουμπάντας» (δηλαδή capo di banda) και με σημείωση του άπογραφέως ότι: «έχει σύζυγον, τρεις υιούς καί μίαν δούλαν».

Στά σωζόμενα παραστατικά στοιχεία τής ίδιας απογραφής, ειδικώτερα στον απογραφικό πίνακα, με την ένδειξη: «ξένοι», όπου καταχωρίζονται τά ονόματα γνωστών τότε φιλελλήνων στό Ναύπλιον, ο αρχιμουσικός μας χαρακτηρίζεται Βιεννέζος τήν καταγωγή. Επικρατεί σαφώς σύγχυση περί τό όνομα, τό έπώνυμο καί τόν τόπο καταγωγής του, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των όσων περί αύτοϋ έχουν γραφή σε συσχετισμό μέ τίς αναμνήσεις τών επιγόνων του, πού διατηρούν μάλιστα κατάστημα μουσικών ειδών στό κέντρο τών Αθηνών. Ο Maggel αυτός, γράφεται ύπό άλλων Mangel μέ μικρόν όνομα Johannes, κατ’ άλλους Ερνέστος και φέρεται ως Αυστριακός. Ο δέ άπογραφεύς, δηλαδή τό όργανον τής Αστυνομίας Ναυπλίου, προφανώς τόν κατέγραψε όπως τό άκουσε: Μάντης Τζιοάννης. Τέτοια λάθη, πού παρατηρούνται γενικότερα σε στατιστικές, έχουν επισημανθή άπό τόν έκδοτη τής στατιστικής απογραφής του πληθυσμού Ναυπλίου, τό δεύτερο εξάμηνο του 1825. Γεγονός είναι, ότι πρόκειται γιά τό αυτό πρόσωπο. Ούτε γνωρίζομε άλλον διευθυντή μπάντας την εποχή εκείνη στό Ναύπλιο, ούτε ήταν εύκολο νά ευρεθή, γιατί εσπάνιζαν τότε και συνεχώς τά επόμενα χρόνια οί αρχιμουσικοί, γενικώτερα στον ελληνικό χώρο. Έσπάνιζαν ακόμη καί οί απλοί μουσικοί, οί χειριστές τών πνευστών, τών κρουστών καί τών έγχορδων οργάνων τής μπάντας. Και είναι γνωστόν ότι οί πρώτοι μουσικοί του νεωτέρου ελληνικού κράτους ήσαν επί σειράν ετών ξένοι ή επτανήσιοι.

Ό Maggel, λοιπόν, όπως προκύπτη άπό τόν συσχετισμό τών περί αυτών ειδήσεων, κατάγονταν άπό τήν Βυρτεμβέργη τής Βαυαρίας και εφθασε ενωρίς στην Ελλάδα, με τους πρώτους εθελοντές φιλέλληνες, άπό τό δεύτερο έτος τοϋ άπελευθερωτικοΰ άγώνος, τό 1822. Τό μικρό του όνομα ήταν Βικελίνος – Ερνέστος καί, όταν προσεχώρησε στήν Ορθοδοξία και εβαπτίσθη, μετονομάσθη σέ Μιχαήλ. Ό Μιχαήλ, λοιπόν, Maggel, γνωστός γιά τήν μουσική του κατάρτιση καί τά ηρωικά του αισθήματα, έπεφορτίσθη νά διοργανώση τήν ορχήστρα πνευστών οργάνων γιά τήν έμψύχωση τών στρατιωτών στό Ναύπλιον, όταν η διοίκηση του τακτικού στρατού ξηράς ανετέθη από τόν Ιούλιο 1825 στόν γνωστό φιλέλληνα Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο. Έτσι άπετελέσθη η πρώτη Φιλαρμονική στην Ελλάδα, μέ πρώτο αρχιμουσικό τόν Μιχαήλ Maggel, ο οποίος έφερε τον τίτλο του βαρώνου καί είχε τιμηθή γιά τήν όλη προσφορά του μέ τρεις τιμητικές διακρίσεις (μετάλλια: του Αγώνος, τής Ανδρείας, του Σωτήρος). Είχε λάβει μέρος στην πολιορκία τής Ακροπόλεως τών Αθηνών, στήν μάχη τών Δερβενακίων, στην πολιορκία του Ναυπλίου (1822), στις πολεμικές επιχειρήσεις τής Καρύστου, τής Χίου, στήν μάχη τοϋ Χαϊδαρίου (1825), όπου επαιάνιζε θούρια πολεμικά.

Τά επόμενα οθωνικά χρόνια, νέο μουσικό αίμα είχε εισρεύσει στό Ναύπλιο μέ τήν στρατιωτική ορχήστρα πνευστών, πού συνόδευσε τά δύο τάγματα βαυαρικού στρατού, όταν έφθασαν στό Ναύπλιον μέ τόν βασιλέα Όθωνα (1833), ύπό τήν διεύθυνση του αρχιμουσικού Karl Keller. Τότε μάλιστα ό Μιχαήλ Maggel είχε βοηθό του τον Christian Welcker ( + 1908) μετέπειτα αρχιμουσικόν – ανθυπασπιστή καί aνθυπολοχαγόν – επιθεωρητή τής Στρατιωτικής Μουσικής, ένώ o επίσης Βαυαρός Franz Seiler (+1871) μετέπειτα αρχιμουσικός και αυτός, εχρησιμοποιείτο αρχικά, μετά την κατάταξή του ώς εθελοντής μουσικός στήν εκπαίδευση τών σαλπιγκτών του στρατού. Τήν θέση όμως του Maggel, μετά την απόταξη του, κατέλαβε o Αυστριακός Pranzel. Μέ τήν μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα (1834), μετετέθη εκεί καί η Στρατιωτική Μουσική ύπό τήν διεύθυνση του Karl Keller ( + 1837).

 

Σχετική δημοσίευση

Η Στρατιωτική Μπάντα Στην Ελλαδα Και Στο Ναύπλιο

Tagged