Βιβλιοθήκη του Α΄ Γυμνασίου Ναυπλίου

 

Το 1831 ιδρύθηκε, όπως όριζε το Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου, το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο στο Ναύπλιο —πρωτεύουσα τότε του νεοσύστατου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου 1833, δημοσιεύθηκε Διάταγμα της Αντιβασιλείας, το οποίο προέβλεπε την ίδρυση τριετούς ή τετραετούς Ελληνικού Σχολείου και διετούς «τουλάχιστον» Γυμνασίου στο Ναύπλιο. Το πρώτο Γυμνάσιο στην Ελλάδα, καθώς και το Ελληνικό Σχολείο, ξεκίνησαν να λειτουργούν στις 12/24 Μαρτίου 1834 σε κτίριο που νοικιαζόταν κοντά στην πλατεία Τριών Ναυάρχων.

Στις 28 Μαρτίου του 1834 πραγματοποιήθηκε από τον γραμματέα Eκπαιδεύσεως  Κωνσταντίνο Σχινά η πρώτη χορήγηση βιβλίων στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, με 23 συνολικά τίτλους, 37 σώματα και 84 τόμους. Τους επόμενους μήνες το Γυμνάσιο παρέλαβε και άλλα βιβλία μετά την αποστολή από την Κυβέρνηση 43 τίτλων, 52 σωμάτων και 91 τόμων, που προέρχονταν από τη βιβλιοθήκη του Αθανάσιου Σταγειρίτη, ο οποίος είχε πεθάνει στο γειτονικό Άργος στις 30 Ιουνίου 1834. Στη διαθήκη του, ο καθηγητής της ελληνικής γλώσσας με καταγωγή από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, κληροδοτούσε τη συλλογή του στην Αποθήκη του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα, μέρος της οποίας παραχωρήθηκε στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Ναυπλίου. Άλλωστε, η δωρεά βιβλίων από την Αποθήκη στα σχολεία της επικράτειας, μετά από σχετικό αίτημα των γυμνασιαρχών και των δασκάλων, ήταν η πιο συνηθισμένη –αν όχι η μοναδική– πρακτική εκείνη την περίοδο για τον καταρτισμό και τον εμπλουτισμό των σχολικών βιβλιοθηκών.

Ο εμπλουτισμός της Βιβλιοθήκης του Γυμνασίου συνεχίστηκε τον Νοέμβριο του 1834 με τα ελληνικά χειρόγραφα και τα έντυπα βιβλία –αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα, λεξικά, φιλολογικά, σχολικά– της διαλυμένης, από το 1833, Μονής Κατακεκρυμμένης στο Άργος. Εκεί θησαυρίζονταν τα βιβλία του κοινοτικού σχολείου (Σχολής) που λειτουργούσε στον χώρο της από το 1798. Λόγω της αύξησης των βιβλίων, ο καθηγητής του Γυμνασίου Λεόντιος Αναστασιάδης, ο οποίος διετέλεσε και πρώτος του γυμνασιάρχης, ζητούσε με επιστολή προς τη Γραμματεία Εκπαιδεύσεως την αύξηση του προϋπολογισμού για την κατασκευή βιβλιοθήκης και τη μεταφορά του Γυμνασίου σε άλλο κτίριο. Οι διεκδικήσεις αναφορικά με τους όρους λειτουργίας του Γυμνασίου και της Βιβλιοθήκης συνεχίστηκαν αμείωτες ολόκληρη την επόμενη δεκαετία, με κύριο αίτημα προς τη Γραμματεία την αποστολή σύγχρονων βιβλίων, τα οποία θα κάλυπταν τις διδακτικές ανάγκες του σχολείου.

Καρούζου, Σέμνη, Το Ναύπλιο, Αθήνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1979

 

Toν Μάιο του 1835 ο έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης Γεώργιος Γεννάδιος, που είχε ρόλο συμβούλου στη Γραμματεία Εκπαιδεύσεως, κατάρτισε κατάλογο 73 τίτλων και 148 τόμων από την Αποθήκη, ώστε να διαμοιραστούν στα σχολεία για τη συγκρότηση σχολικών βιβλιοθηκών, οι οποίες στο μεταξύ είχαν κατοχυρωθεί και νομοθετικά με Βασιλικό Διάταγμα. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή προχωρούσε αργά, με αποτέλεσμα πολλές φορές τα βιβλία που στέλνονταν στα σχολεία να μην ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ανάγκες, καθώς ήταν εκδόσεις προηγούμενων δεκαετιών και προέρχονταν από τα αποθέματα των χορηγών που χρηματοδοτούσαν εκδόσεις βιβλίων, όπως οι Ζωσιμάδες. Τα βιβλία αυτά τα έστελναν αρχικά στην Αποθήκη του Ορφανοτροφείου της Αίγινας και από εκεί μεταφέρονταν στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Είναι ενδεικτικό ότι στο τέλος Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου (1835), μετά την εισήγηση του Γεννάδιου, τα βιβλία δεν είχαν φτάσει ακόμα στο Γυμνάσιο, όπως φανερώνει σχετική επιστολή διαμαρτυρίας του γυμνασιάρχη Ναυπλίου Λ. Αναστασιάδη προς τη Γραμματεία Εκπαιδεύσεως. Δεν είναι γνωστή η ημερομηνία άφιξης των βιβλίων στο Ναύπλιο, τον κατάλογό τους όμως (65 τίτλοι, 107 σώματα, 171 τόμοι) τον βρίσκουμε ενσωματωμένο στον Κατάλογο της Βιβλιοθήκης του Γυμνασίου του 1837.

Αντιλαμβανόμενος τη δυσλειτουργικότητα αυτής της πρακτικής, ο συγγραφέας και εκδότης Νεόφυτος Δούκας, ο οποίος ήταν και μέλος της Επιτροπής διαχείρισης της Αποθήκης στην Αίγινα, παρέκαμψε την κεντρική διοίκηση επικοινωνώντας ο ίδιος με τα σχολεία και στέλνοντάς τους αντίτυπα των δικών του βιβλίων. Η άμεση αυτή προσφορά του Ν. Δούκα έφτασε από το 1834 έως το 1845 τους 12 τίτλους, τα 50 σώματα και τους 125 τόμους.

Εκτός από την κεντρική διοίκηση, το Γυμνάσιο διαμαρτυρήθηκε και στον Δήμο Ναυπλιέων. Αν και καθ’ ύλην αρμόδιος για τον εμπλουτισμό και την ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης, όπως εξάλλου και οι υπόλοιποι δήμοι για τις κατά τόπους σχολικές βιβλιοθήκες, ο Δήμος Ναυπλιέων δεν ανταποκρίθηκε, πλην εξαιρέσεων, στις υποχρεώσεις του.

Η Βιβλιοθήκη, και κατ’ επέκταση το Γυμνάσιο, πέρα από την έλλειψη βιβλίων, είχαν να αντιμετωπίσουν και την ανεπάρκεια των απαραίτητων εποπτικών μέσων (π.χ. πίνακες, υδρόγειοι, χάρτες κ.ά.). Επιπλέον, δεν υπήρχε θέρμανση, ενώ το κτίριο όπου φιλοξενούνταν παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Εξαίρεση στη διαχρονικά ελλιπή συνδρομή του Δήμου αποτέλεσε ο δήμαρχος Ναυπλιέων Γεώργιος Αντωνόπουλος, ο οποίος με την ανάληψη των καθηκόντων του το 1837 πρόσφερε τον μισθό του, ύψους 3.400 δραχμών, για την αγορά γεωγραφικών πινάκων και χαρτών. Το 1838 επανήλθε με νέα χορηγία, ενώ, ύστερα από αίτημά του, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία έστειλε στο Γυμνάσιο 132 τόμους κλασικών συγγραφέων —βιβλία που προέρχονταν από τη δωρεά προς την Εταιρεία του αδελφού του Αντωνίου, εμπόρου στην Τεργέστη.

Τον Μάρτιο του 1841 τη θέση του γυμνασιάρχη κατέλαβε ο Αδόλφος Ανσέλμος, πρώην διευθυντής της Βασιλικής Τυπογραφίας και ευνοούμενος του βασιλιά Όθωνα. Τα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, ο Ανσέλμος κατόρθωσε να πετύχει εν πολλοίς την εύρυθμη λειτουργία του Γυμνασίου, ιεραρχώντας τις ανάγκες και υποβάλλοντας προτάσεις σχετικές με το προσωπικό, το κτίριο, τα έπιπλα, τα εργαλεία και τα βιβλία του σχολείου. Ειδικότερα σε σχέση με τα βιβλία, ο νέος γυμνασιάρχης ζήτησε για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης από την Κυβέρνηση να λάβει κάποια από τα διπλά ή τριπλά αντίτυπα της Δημόσιας (Εθνικής) Βιβλιοθήκης, αλλά και τα διδακτικά βιβλία που είχε τυπώσει η Βασιλική Τυπογραφία προκειμένου να τα δανείζει στους φτωχούς και επιμελείς μαθητές ή να τα χορηγεί ως βραβεία στους άριστους.

Οι εκκλήσεις του Ανσέλμου φάνηκαν να πιάνουν τόπο, καθώς στις 12 Ιουνίου 1841 στάλθηκαν από τα αποθέματα της Αποθήκης 15 τίτλοι (28 τόμοι) για να δοθούν ως βραβεία στους Ναυπλιώτες μαθητές. Το ίδιο επαναλήφθηκε το 1842, με την αποστολή αντιτύπων από τη δωρεά που έκαναν οι Ζωσιμάδες το 1841 στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Επιπλέον, η Γραμματεία ενέκρινε επιδότηση 100 δραχμών, πέραν αυτής που προέβλεπε ο τακτικός προϋπολογισμός (200 δραχμές), ώστε να διατεθούν για την αποκατάσταση ζημιών στο κτίριο του Γυμνασίου και για την αγορά απαραίτητων εποπτικών μέσων.

Παρ’ όλα αυτά, ο περιορισμένος αριθμός βιβλίων παρέμενε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Γι’αυτό τον λόγο, ο Ανσέλμος στα τέλη του 1841 επανήλθε στο αρχικό του αίτημα για την αποστολή αντιτύπων από τα διπλά και τριπλά που είχαν στην κατοχή τους η Εθνική Βιβλιοθήκη και το Βασιλικό Τυπογραφείο. Μάλιστα, στην επιστολή του προς τη Γραμματεία χαρακτήριζε τη σχολική βιβλιοθήκη του Ναυπλίου δημόσια, επιδιώκοντας έτσι να καταδείξει την ανάγκη για τον εμπλουτισμό της αλλά και για τη μεταστέγαση του Γυμνασίου «αφ’ ου μάλιστα», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε, «τα βιβλία και τα εργαλεία του Γυμνασίου είναι εκτεθειμένα εις βροχάς και φθοράν».

Μνημεία στη ροή του χρόνου. Ναύπλιον 1996, Αίθουσα Τέχνης Ναυπλίου

Από την πλευρά της η Γραμματεία δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τα αιτήματα του Γυμνασίου Ναυπλίου κατ’ εξαίρεση, αλλά να τα εντάξει στο γενικότερο πλαίσιο ενίσχυσης των σχολικών βιβλιοθηκών, όπως φαίνεται από επιστολή της προς τον έφορο της Εθνικής Βιβλιοθήκης με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 1842, στην οποία του ζητούσε να στείλει μερικά από τα πολλαπλά της αντίτυπα στα γυμνάσια του Ναυπλίου και της Σύρου. Διαβήματα με παρεμφερές περιεχόμενο προς τη Γραμματεία Εκπαιδεύσεως συνεχίστηκαν όλη τη χρονιά, χωρίς όμως να αποδώσουν ιδιαίτερους καρπούς. Αντιθέτως, οι προσπάθειες για ενίσχυση από τη Δημοτική Αρχή ευοδώθηκαν, χάρη και στον νέο δήμαρχο Σ. Παπαλεξόπουλο, ο οποίος ενέκρινε 96 δραχμές για τα μαθητικά βραβεία του 1842. Επίσης, με χρήματα του Δήμου αγοράστηκαν 21 τίτλοι (31 σώματα βιβλίων), σύγχρονων και χρηστικών εκδόσεων, καθώς και στερεοτυπικών εκδόσεων αρχαίων.

Τα επόμενα χρόνια το Γυμνάσιο, έχοντας ως διαμεσολαβητή την Κυβέρνηση, θα συνεχίσει να απευθύνεται στον Δήμο για βοήθεια, δίχως όμως ανταπόκριση. Στα τέλη, μάλιστα, του 1845 ο γυμνασιάρχης Χαράλαμπος Παμπούκης στηλίτευσε την αδιαφορία των Ναυπλιωτών και του Δήμου, αλλά και των Πελοποννήσιων εν γένει, απέναντι στις ανάγκες της εκπαίδευσης. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει αυτό το εσωτερικό μέτωπο, ο Δήμος, πιεζόμενος και από την Κυβέρνηση, θα καταφύγει στην αναζήτηση συνδρομών από Έλληνες και φιλέλληνες του εξωτερικού, προτάσσοντας ως απόλυτη ανάγκη τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης του Γυμνασίου και την προμήθεια εποπτικών οργάνων για τη διδασκαλία της φυσικής, της χημείας και της γεωγραφίας. Καμιά όμως από τις ενέργειες που έγιναν μέσω των προξένων της Ελλάδας σε χώρες του εξωτερικού δεν είχε αποτέλεσμα.

Λίγο καιρό αργότερα, στις 14 Ιανουαρίου 1846, ο Νομάρχης Αργολίδας Σπυρίδων Σκούφος θα επισκεφτεί το Γυμνάσιο Ναυπλίου για να διαπιστώσει με τα μάτια του την κατάσταση που επικρατούσε. «Είδον με άκραν της ψυχής μου αγαλλίασιν υπέρ τους τριακοσίους πεντήκοντα νέους σπουδάζοντας μετά πολλής κατά το μάλλον ή ήττον επιτυχίας», έγραψε μετά την επίσκεψη σε έκθεσή του προς τον υπουργό Εκπαιδεύσεως, ζητώντας παράλληλα η μηνιαία επιχορήγηση για τη γραφική ύλη να αυξηθεί στα επίπεδα της θητείας του Ανσέλμου. Επιπλέον, επικεντρωνόταν στο ζήτημα της Βιβλιοθήκης, την οποία έβρισκε δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τον σκοπό και τη σημασία του σχολείου, και γι’ αυτό εισηγούνταν προς τον υπουργό την ενίσχυσή της με «διάφορα συγγράμματα Ελλήνων και άλλων». Παρ’ όλα αυτά, η Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Ναυπλίου δεν επωφελήθηκε ουσιαστικά από τις μαζικές, εκείνη την περίοδο, χορηγίες βιβλίων προς τις σχολικές βιβλιοθήκες, καθώς ήταν λιγοστά τα συγγράμματα που στάλθηκαν και δεν τα είχε ήδη στην κατοχή της.

Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν αποστολές βιβλίων, μικρές βέβαια και σποραδικές, από το υπουργείο Εκπαιδεύσεως προς τις σχολικές βιβλιοθήκες, χωρίς επί της ουσίας να εμπλουτίζεται σημαντικά η Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου. Στις 23 Νοεμβρίου του 1853 το υπουργείο έστειλε εγκύκλιο στα σχολεία της επικράτειας, στην οποία εξέφραζε την πρόθεσή του να τους αποστείλει κι άλλα βιβλία, ενώ όριζε το πλαίσιο καταγραφής, διατήρησης, διαφύλαξης και ενημέρωσης του υπουργείου για τις νέες προσκτήσεις, ιδιαίτερα τις δωρεές από ιδιώτες. Ωστόσο, για ακόμα μια φορά, το υπουργείο απέφυγε να λάβει σαφή θέση για τη λειτουργικότητα των σχολικών βιβλιοθηκών και για τον τρόπο που αυτές θα συνδέονταν με τη διδασκαλία των μαθητών και την επιμόρφωση των δασκάλων. Ο κύκλος των προσπαθειών για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών στα σχολεία έκλεισε το 1855 με διαταγή του υπουργείου προς τον έφορο της Εθνικής και Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης (είχαν συνενωθεί από το 1842)⸱ μεταξύ άλλων του διαμήνυε να αποστέλλει στα 7 γυμνάσια του κράτους από ένα αντίτυπο των βιβλίων τις εκδόσεις των οποίων είχε χρηματοδοτήσει ως συνδρομητής η Πολιτεία και τα οποία έδιναν οι εκδότες στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Ναύπλιον_ Κείμενα και εικόνες Ντιάνας Αντωνακάτου

Το 1858 θα αποτελέσει σημαδιακό έτος για τη Βιβλιοθήκη λόγω της μετεγκατάστασης του Γυμνασίου σε νεόδμητο μονώροφο κτίριο (το 1893 προστέθηκε και δεύτερος όροφος), το οποίο βρισκόταν στην πλατεία Τριών Ναυάρχων. Αυτό ήταν το δεύτερο κτίριο στην Ελλάδα, μετά από εκείνο στην Ερμούπολη της Σύρου, που προοριζόταν εξαρχής για να στεγάσει δημόσιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Τη δαπάνη για την κατασκευή του, που κράτησε ένα χρόνο, ανέλαβε το κράτος, ενώ τα έξοδα για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό του Γυμνασίου και της Βιβλιοθήκης αποφασίστηκε να καλυφθούν από τον Δήμο Ναυπλιέων. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα βιβλιοστάσια που κατασκευάστηκαν εξασφάλιζαν 33 περίπου τρέχοντα μέτρα με ράφια και μπορούσαν να χωρέσουν 1.500 περίπου τόμους βιβλίων. Είναι πιθανόν εκεί να τοποθετήθηκαν όλα τα βιβλία της Βιβλιοθήκης.

Η Ναυπλιακή Επανάσταση που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 1862, με στόχο την ανατροπή του Όθωνα, ανάγκασε το διδακτικό προσωπικό του Γυμνασίου να καταφύγει στο Άργος και τους μαθητές να διασκορπιστούν. Λίγους μήνες μετά το τέλος του επαναστατικού κινήματος, το Ναύπλιο, και βέβαια το Γυμνάσιό του, βρέθηκε σε δυσμενή θέση, καθώς η όποια βασιλική προνομιακή μεταχείριση της πόλης ως πρώην πρωτεύουσας της Ελλάδας είχε πλέον τερματιστεί. Επίσης, η ίδρυση και άλλων γυμνασίων στην Πελοπόννησο επαύξανε τις ανάγκες για αποστολή βιβλίων και οικονομική ενίσχυση προς όλα τα σχολεία, με συνέπεια το Γυμνάσιο Ναυπλίου να λαμβάνει όλο και μικρότερη κρατική βοήθεια.

Κατά τη δεκαετία του 1870 καταγράφονται κάποιες δωρεές βιβλίων προς τη Βιβλιοθήκη. Συγκεκριμένα, το 1872 το Πανεπιστήμιο αποφάσισε να παραχωρήσει σε 15 γυμνάσια από ένα αντίτυπο των διδακτικών του συγγραμμάτων, τα οποία υπήρχαν πολλαπλά στην ιδιαίτερη βιβλιοθήκη του. Από τα 23 συνολικά βιβλία που αναγράφονται στους καταλόγους, το Γυμνάσιο Ναυπλίου πήρε 16 τα οποία εκδόθηκαν μεταξύ 1843–1872. Τρία χρόνια μετά, το 1875, το υπουργείο Εκπαιδεύσεως έστειλε με τη σειρά του 19 βιβλία σύγχρονων εκδόσεων (1860–1875) στο Γυμνάσιο Ναυπλίου και σε άλλα γυμνάσια. Επιπλέον, πρόσφερε και ορισμένα απευθείας στους μαθητές. Τέλος, την ίδια δεκαετία πραγματοποιήθηκαν πρωτοβουλίες οικονομικής ενίσχυσης της Βιβλιοθήκης: το 1872 και το 1879 από τον Νομάρχη Αργολίδος, και το 1874 από τους Δήμους Ναυπλιέων, Άργους, Μιδέας, Προσυμναίων, Μυκηνών, Λυρκείας και Κυθήρων.

Σημαντικό απόκτημα της Βιβλιοθήκης του Γυμνασίου ήταν ένα τμήμα από τις εκδόσεις της Βιβλιοθήκης του Μαρασλή από το 1897 έως το 1908, ύστερα από σχετικό αίτημα του γυμνασιάρχη Γ. Χατζηιωάννου στον ομογενή έμπορο και πολιτικό της Οδησσού Γρηγόριο Μαρασλή (1831–1907). Το σύνολο των εκδόσεων της Βιβλιοθήκης Μαρασλή κατά την προαναφερόμενη περίοδο ανερχόταν σε 72 τίτλους με 415 τεύχη. Στο Γυμνάσιο έφτασαν 48 τίτλοι με 213 τεύχη.

Μια ακόμα πολύτιμη, αν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια αναξιοποίητη, δωρεά προς το Γυμνάσιο ήταν η Βιβλιοθήκη του φυσικομαθηματικού Αντώνιου Φατσέα (1821–1872), ο οποίος δίδαξε σε διάφορα γυμνάσια της χώρας, με τελευταίο αυτό του Ναυπλίου (από το 1865 μέχρι τον θάνατό του). Η ακριβής ημερομηνία παράδοσης της Βιβλιοθήκης δεν είναι γνωστή, αν και εκτιμάται περί το 1910, όταν γυμνασιάρχης ήταν ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος. Σύμφωνα με μαρτυρίες από τη χρονική περίοδο 1910–1930, η συλλογή περιλάμβανε περίπου 700 με 800 τόμους, τα βιβλία όμως που διασώθηκαν υπολογίστηκαν σε 181 τίτλους —53 ελληνικοί και 128 ξένοι. Τα ελληνικά βιβλία αφορούσαν κυρίως την ιατρική και τις θετικές επιστήμες, ενώ στη συλλογή συγκαταλέγονταν και ορισμένα πονήματα που έγραψε ο ίδιος. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις δωρεών προς τη Βιβλιοθήκη, τα βιβλία του Φατσέα δεν έπαιξαν τον αναμενόμενο συμπληρωματικό και ενισχυτικό ρόλο στο πρόγραμμα διδασκαλίας του Γυμνασίου. Πιστεύεται μάλιστα ότι δεν διακινήθηκαν ποτέ λόγω της φήμης ότι ο Φατσέας πέθανε από μεταδοτική ασθένεια και υπήρχε ο φόβος μόλυνσης όσων έρχονταν σε επαφή με αυτά.

Το 1935 το Γυμνάσιο μεταφέρθηκε στο νεόδμητο τότε κτίριο επί της λεωφόρου Aμαλίας όπου σήμερα στεγάζεται το Α΄ Λύκειο Ναυπλίου. Έκτοτε το παλαιό κτίριο του Γυμνασίου άλλαξε αρκετές χρήσεις, ώσπου το 1992 αναπαλαιώθηκε για να φιλοξενήσει το Δημαρχείο της πόλης. Η Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου, ωστόσο, δεν μεταφέρθηκε στο νέο κτίριο, αλλά παρέμεινε στο παλιό. Όπως έγραψε το 1939 ο γυμνασιάρχης Ι. Δεμοίρος, το σχέδιο του νέου κτιρίου δεν προέβλεπε αίθουσα για τη Βιβλιοθήκη, πιθανολογώντας ότι ο αρχιτέκτονας δεν γνώριζε την ύπαρξή της. Κατά συνέπεια, η Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου περιέπεσε σε ολοκληρωτική αχρησία, αφού εκτός όλων των άλλων πάγιων λειτουργικών προβλημάτων είχε να αντιμετωπίσει και την απομόνωση από τον οργανικό της φορέα.

Συμπερασματικά, η Βιβλιοθήκη του Α΄ Γυμνασίου Ναυπλίου δεν κατόρθωσε, όπως και καμιά άλλη σχολική βιβλιοθήκη –τουλάχιστον κατά τον 19ο αιώνα–, να αποκτήσει λειτουργική διάσταση, αλλά έμεινε προσκολλημένη στον μουσειακό της χαρακτήρα. Παρέμεινε ένα κλειστό έπιπλο, μια συστοιχία ραφιών σε μια αίθουσα, χωρίς αναγνωστήριο και επί της ουσίας δεν ήταν ανοικτή ούτε στους μαθητές ούτε στο κοινό όταν τελείωναν τα μαθήματα. Επιπλέον, έτσι όπως ήταν διαρθρωμένο το αναλυτικό σχολικό πρόγραμμα και ο τρόπος διδασκαλίας, δεν χρειαζόταν η βιβλιοθήκη για περαιτέρω μελέτη, καθώς αρκούσαν τα σχολικά βιβλία και οι σημειώσεις των μαθητών. Από την πλευρά της, η τοπική κοινωνία, παρότι υπερήφανη για τη λαμπρή ιστορία της πόλης, όπως διαμορφωνόταν και μέσω των συγγραμμάτων της σχολικής βιβλιοθήκης, δεν φαινόταν να απαιτεί τη μετατροπή της σχολικής βιβλιοθήκης σε δημόσια.

Μόλις το 1949 ιδρύθηκε η Δημόσια Βιβλιοθήκη Ναυπλίου από τον Προοδευτικό Σύλλογο «Ο Παλαμήδης», ο οποίος παρέλαβε το 1971 ένα μέρος της Σχολικής Βιβλιοθήκης και το 1979 το υπόλοιπο, με πρωτοβουλία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

 

ΠΗΓΗ

Περί Βιβλιοθηκών

https://www.aboutlibraries.gr/