Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), η χάραξη των συνόρων και η συνάντηση των οροθετών στο Άργος (1834)

Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (21/07/1832),

η χάραξη των συνόρων, η συνάντηση των οροθετών στο Άργος (Σεπτέμβριος 1834)

και η εκπόνηση χάρτη των βορείων συνόρων του νέου Ελληνικού κράτους.

 

Ο Διακανονισμός της Κωνσταντινουπόλεως  ή αλλοιώς η συνθήκη του Καλεντέρ – Κιοσκ ( 9/21 Ιουλίου 1832) υπήρξε το αποτέλεσμα των μακροχρόνιων διπλωματικών συνομιλιών μεταξύ της Ελλάδας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Έτσι η Οθωμανική Αυτοκρατορία  αποδεχόταν τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με συγκεκριμένη οριοθεσία. Το άρθρο 1 της συνθήκης όριζε τα σύνορα του Ελληνικού Κράτους. 

Είχε προηγηθεί το δεύτερο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Νοέμβριος 1828), που προέβλεπε σύνορα έως και τον Ισθμό της Κορίνθου, περιλαμβανομένων της Πελοποννήσου, των παρακείμενων νησιών του Σαρωνικού και των Κυκλάδων. Ακολούθησε το τρίτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Μάρτιος 1829), όπου τα σύνορα προβλέπονταν να επεκταθούν έως την οριοθετική γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού με ενσωμάτωση ολόκληρης της Στερεάς και το τέταρτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830), όταν η συνοριακή γραμμή συμφωνήθηκε στο μέσο της κοίτης των ποταμών Αχελώου και Σπερχειού, στην ελληνική δε επικράτεια εντάσσονταν οι Σποράδες και η Αμοργός.

Ξεκινούσαν στα ανατολικά από τις εκβολές του ποταμού που ρέει κοντά στο χωριό Γραδίτζα και ακολουθούσαν τον ποταμό αυτό έως τις πηγές του. Κατόπιν περνούσαν από τα βουνά ΄Οθρυς και Βελούχι (Τυμφρηστός) και κατέληγαν στον Αμβρακικό κόλπο μεταξύ Κόπραινας και Μενιδίου αφήνοντας το στενό του Μακρυνόρους στο Ελληνικό Κράτος. Το τμήμα της παραλίας του Αμβρακικού προς τα βόρεια και τα δυτικά από το σημείο που η συνοριακή γραμμή συναντά τη θάλασσα ανήκε στην Τουρκία, ενώ το αντίστοιχο τμήμα προς τα νότια και τα δυτικά ανήκε στο Ελληνικό Κράτος με εξαίρεση το φρούριο της Πούντας(΄Ακτιο) και μια μικρή περιοχή γύρω του που βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή.

 Στις εργασίες της οριοθέτησης μετείχε ένας Οθωμανός οροθέτης που διορίστηκε από την Πύλη, και ένας Έλληνας οροθέτης που διορίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση. Οι εργασίες της χάραξης των συνόρων έπρεπε  να ολοκληρωθούν μέσα σε έξι μήνες από την 9η /21η Ιουλίου 1832 και εάν προέκυπταν διαφωνίες μεταξύ των οροθετών, αυτές θα επιλύονταν με γνώμονα την αρχή της πλειοψηφίας (άρθρο 3).

Παράλληλα οι πρέσβεις των Τριών Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη έστειλαν οδηγίες στους αντιπρέσβεις τους στο Ναύπλιο, καθώς και απόσπασμα του αρχικού σχεδίου του άρθρου 1 του Διακανονισμού.

Την Οροθετική Επιτροπή, την οποία αποτελούσαν οι συνταγματάρχες, G. Baker της Αγγλίας, A. de Scalon της Ρωσίας και J. Barthelemy της Γαλλίας. Από την πλευρά της Τουρκίας μετείχε ο Χουσεϊν Βέης, ενώ από την πλευρά της Ελλάδας ο στρατηγός Ιωάννης Στάϊκος. Η Επιτροπή συγκροτήθηκε σε σώμα για πρώτη φορά στην Πρέβεζα στις 31 Αυγούστου / 12 Σεπτεμβρίου 1832  και ολοκλήρωσε το έργο της σε εννέα συνεδριάσεις στις 6 18 Νοεμβρίου 1832. Μερικά από τα προβλήματα που οι οροθέτες αντιμετώπισαν κατα την διάρκεια των εργασιών τους  ήταν ότι δεν μιλούσαν  την ίδια γλώσσα και χρησιμοποιούσαν διαφορετικά όργανα και διαφορετικούς πίνακες, γεγονός που, μαζί με τις σωματικές ασθένειες, καθυστερούσε  την ταχύτατη εξέλιξη των εργασιών της Επιτροπής.

Ενώ σύμφωνα με τους οροθέτες των Μεγάλων Δυνάμεων ο Τούρκος Επίτροπος δυσκόλευε αρκετά την πρόοδο των εργασιών. 

«Ψευδείς πληροφορίες, απαγόρευση στους κατοίκους να δίνουν πληροφορίες και να καθοδηγούν τους οροθέτες, απαγόρευση να προμηθεύουν στους οροθέτες τα αναγκαία τρόφιμα, ψευδή διαβεβαίωση ότι κάποιοι δρόμοι ήταν άβατοι, διαταγή στους μισθωτούς βοηθούς των οροθετών να αρνούνται να ακολουθήσουν τους δρόμους αυτούς, εντολή προς τους αγωγιάτες να αρνηθούν να προχωρήσουν, η απουσία του Τούρκου επιτρόπου από τις εργασίες της επιτροπής καθώς και οι ανάρμοστοι λόγοι και οι απειλές του κατά την τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής»

Παράλληλα, σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο υπήρχαν υπόνοιες ότι ο Έλληνας Επίτροπος δωροδοκήθηκε. Ενώ αρκετές καταστρεπτικές συγκρούσεις σημειώθηκαν το 1832 στις παραμεθόριες περιοχές από ατάκτους.

Κατόπιν οδηγιών του Palmerston (Υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας) προς τον Dawkins, οι Αντιπρέσβεις των Μ. Δυνάμεων στο Ναύπλιο, αποφάσισαν να υποβάλλουν από κοινού στην Αντιβασιλεία το αίτημα περί παροχής προστασίας στους οροθέτες, εκφράζοντας ωστόσο την άποψη ότι μόνο η Πύλη μπορούσε να άρει τα εμπόδια για μια απρόσκοπτη, με ασφάλεια επανέναρξη των εργασιών της Οροθετικής Επιτροπής. Η Ελληνική Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα των Αντιπρεσβευτών.

Παρά τις δυσκολίες και τα διπλωματικά κωλύματα που προέβαλε η Τουρκική πλευρά,  στις 2/14 Αυγούστου 1834 ο Baker απέστειλε τους αξιωματικούς της Οροθετικής Επιτροπής Wilson και Dunne στο τμήμα των συνόρων μεταξύ Τατάρνας και Βελουχίου για περαιτέρω τοπογραφικές και γεωδαιτικές παρατηρήσεις. Γάλλοι και Ρώσοι αξιωματικοί απεστάλησαν για τους ίδιους λόγους στις περιοχές κοντά στο Ζητούνι (Λαμία).

΄Ολοι, μαζί με τους οροθέτες, συναντήθηκαν στο ΄Αργος την τρίτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου του 1834. ΄Υστερα από δέκα συνεδριάσεις,απεφάσισαν ομοφώνως, «προ του κινδύνου να παραταθεί επ΄ αόριστον η αποστολή τους, να ολοκληρώσουν το έργο τους, εκπονούντες χάρτη των συνόρων υπό κλίμακα 1:150.000. Αποφάσισαν μάλιστα να δοθεί το ταχύτερο στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Υψηλής Πύλης».

Παρόλα αυτά, στις 8/20 Δεκεμβρίου 1835 οι τρεις Πρεσβευτές στην Πύλη Συνέταξαν την «ομόγραφον διακοίνωσιν των πρέσβεων των Τριών Δυνάμεων προς την Υψηλήν Πύλην περί του οροθετικού χάρτου.» 

Στις 6/18 Ιανουαρίου 1836 η Οροθετική Επιτροπή επέδωσε στον Όθωνα τον χάρτη των συνόρων, ολοκληρώνοντας τη χάραξη των πρώτων συνόρων της Ελλάδας.